ζευκτήριος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " . ." to "…") |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zefktirios | |Transliteration C=zefktirios | ||
|Beta Code=zeukth/rios | |Beta Code=zeukth/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[fit for joining]] or [[yoking]], <b class="b3">γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ.</b> [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''736 (troch.); πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε Id.''Fr.''382.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ζευκτήριον]], τό, = [[ζυγόν]], [[yoke]], Id.''Ag.''529, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''934.5 (iii A.D.); [[ζευκτηρία]], ἡ, = ζεύγλη ''ΙΙ'', ''Act.Ap.''27.40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1138.png Seite 1138]] anjochend, verbindend; [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1138.png Seite 1138]] anjochend, verbindend; [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]]. | |btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζευκτήριος -α -ον [ζεύγνυμι] verbindings-; subst..; ἕν δυοῖν ζευκτήριον één zaak die er twee verbindt (van een brug) Aeschl. Pers. 736; subst. τὸ ζευκτήριον juk; Aeschl. Ag. 529; subst. ἡ ζευκτηρία band, riem:. ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων nadat zij de riemen om het roer hadden losgemaakt NT Act. Ap. 27.40. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζευκτήριος:''' [[служащий для соединения]], [[связывающий]]: [[γέφυρα]] γαῖν [[δυοῖν]] [[ζευκτηρία]] Aesch. мост, соединяющий оба материка. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ζευκτήριος:''' -α, -ον ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συνδέει ή να βάζει ζώα στο [[ζυγό]]· [[γέφυρα]] γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ζευκτήριον]], τό = [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ζευκτήριος:''' -α, -ον ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συνδέει ή να βάζει ζώα στο [[ζυγό]]· [[γέφυρα]] γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ζευκτήριον]], τό = [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ζευκτήριος''': -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = [[ζυγόν]], ὁ [[ζυγός]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = [[ζεύγλη]] ΙΙ, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ζευκτήριος]], η, ον [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as | |mdlsjtxt=[[ζευκτήριος]], η, ον [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ζευκτήριον]], τό, = [[ζυγόν]], a [[yoke]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 17 February 2024
English (LSJ)
α, ον,
A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers.736 (troch.); πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr.382.
II as substantive, ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, yoke, Id.Ag.529, POxy.934.5 (iii A.D.); ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, Act.Ap.27.40.
German (Pape)
[Seite 1138] anjochend, verbindend; γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, N.T.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à joindre, à unir, gén..
Étymologie: ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευκτήριος -α -ον [ζεύγνυμι] verbindings-; subst..; ἕν δυοῖν ζευκτήριον één zaak die er twee verbindt (van een brug) Aeschl. Pers. 736; subst. τὸ ζευκτήριον juk; Aeschl. Ag. 529; subst. ἡ ζευκτηρία band, riem:. ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων nadat zij de riemen om het roer hadden losgemaakt NT Act. Ap. 27.40.
Russian (Dvoretsky)
ζευκτήριος: служащий для соединения, связывающий: γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. мост, соединяющий оба материка.
Greek Monolingual
-ια και -ία, -ιο (AM ζευκτήριος, -ία, -ιον)
1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση
2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία
ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο
3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες
καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, έτσι ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης το πηδάλιο να συγκρατηθεί από αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευκτήρ.
Greek Monotonic
ζευκτήριος: -α, -ον (ζεύγνυμι),
I. αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να συνδέει ή να βάζει ζώα στο ζυγό· γέφυρα γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., ζευκτήριον, τό = ζυγόν, ο ζυγός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ζευκτήριος: -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, ὁ ζυγός, ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.
Middle Liddell
ζευκτήριος, η, ον ζεύγνυμι
I. fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.
II. as substantive, ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, a yoke, Aesch.