доступный: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(2) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐφικτός]], [[προσβατός]], [[ἐντευκτικός]], [[εἰσβατός]], [[ἐσβατός]], [[ἐμβατός]], [[ἔμβατος]], [[ἔφοδος]], [[προσιτός]], [[γνώριμος]], [[εὐπόριστος]], [[εὐχερής]], [[εὐθήρατος]], [[ἀναβατός]], [[ἀμβατός]], [[ὁμιλητός]], [[φιλοπροσήγορος]], [[καταιβατός]], [[ἐπιβατός]], [[βάσιμος]], [[ἰτός]], [[ἐπιτευκτικός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]] | |rueltext=[[ἐφικτός]], [[προσβατός]], [[ἐντευκτικός]], [[εἰσβατός]], [[ἐσβατός]], [[ἐμβατός]], [[ἔμβατος]], [[ἔφοδος]], [[προσιτός]], [[γνώριμος]], [[εὐπόριστος]], [[εὐχερής]], [[εὐθήρατος]], [[ἀναβατός]], [[ἀμβατός]], [[ὁμιλητός]], [[φιλοπροσήγορος]], [[καταιβατός]], [[ἐπιβατός]], [[βάσιμος]], [[ἰτός]], [[ἐπιτευκτικός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[πρόχειρος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐφικτός, προσβατός, ἐντευκτικός, εἰσβατός, ἐσβατός, ἐμβατός, ἔμβατος, ἔφοδος, προσιτός, γνώριμος, εὐπόριστος, εὐχερής, εὐθήρατος, ἀναβατός, ἀμβατός, ὁμιλητός, φιλοπροσήγορος, καταιβατός, ἐπιβατός, βάσιμος, ἰτός, ἐπιτευκτικός, εὔβατος, εὔπορος, πρόχειρος