вторгаться: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[κατακωμάζω]], [[συνεισπίπτω]], [[εἰσφρέω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[εἰσωθέομαι]], [[ἐπεισέρρω]], [[εἰσβιάζομαι]], [[παρεμβάλλω]], [[εἰσαΐσσω]], [[εἰσφθείρομαι]], [[ἐπεισκωμάζω]], [[ἐπιβαίνω]], [[συνείσειμι]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[ἐπεισβάλλω]], [[ἐπεσβάλλω]], [[παρεμπίπτω]] | |rueltext=[[ἐμπίπτω]], [[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[κατακωμάζω]], [[συνεισπίπτω]], [[εἰσφρέω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[εἰσωθέομαι]], [[ἐπεισέρρω]], [[εἰσβιάζομαι]], [[παρεμβάλλω]], [[εἰσαΐσσω]], [[εἰσφθείρομαι]], [[ἐπεισκωμάζω]], [[ἐπιβαίνω]], [[συνείσειμι]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[ἐπεισβάλλω]], [[ἐπεσβάλλω]], [[παρεμπίπτω]], [[παρέρχομαι]], [[καταδύω]], [[εἰσπίπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐμπίπτω, εἰσβάλλω, ἐσβάλλω, κατακωμάζω, συνεισπίπτω, εἰσφρέω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, εἰσωθέομαι, ἐπεισέρρω, εἰσβιάζομαι, παρεμβάλλω, εἰσαΐσσω, εἰσφθείρομαι, ἐπεισκωμάζω, ἐπιβαίνω, συνείσειμι, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, ἐπεισβάλλω, ἐπεσβάλλω, παρεμπίπτω, παρέρχομαι, καταδύω, εἰσπίπτω