приводить в порядок: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(5) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταρτίζω]], [[συγκοσμέω]], [[διορθόω]], [[ἡμερόω]], [[συντίθημι]], [[ἀκέομαι]], [[κατευτρεπίζω]], [[καταστέλλω]], [[διασκευάζω]], [[ἐγκοσμέω]], [[στοιχίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[διαθεσμοθετέω]], [[συγκατακοσμέω]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[κατακοσμέω]], [[συγκαταλέγω]], [[ἀρτύνω]], [[διακοσμέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐξασκέω]], [[διευκρινέω]], [[εὐθετίζω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]] | |rueltext=[[θεραπεύω]], [[καταρτίζω]], [[συγκοσμέω]], [[διορθόω]], [[ἡμερόω]], [[συντίθημι]], [[ἀκέομαι]], [[κατευτρεπίζω]], [[καταστέλλω]], [[διασκευάζω]], [[ἐγκοσμέω]], [[στοιχίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[διαθεσμοθετέω]], [[συγκατακοσμέω]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[κατακοσμέω]], [[συγκαταλέγω]], [[ἀρτύνω]], [[διακοσμέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐξασκέω]], [[διευκρινέω]], [[εὐθετίζω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]], [[ὀρθόω]], [[τημελέω]], [[καταρτάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 13 February 2024
Russian > Greek
θεραπεύω, καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω