Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χολερικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cholerikos
|Transliteration C=cholerikos
|Beta Code=xoleriko/s
|Beta Code=xoleriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">like cholera</b>, [<b class="b3">πάθεα</b>] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.82</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.131</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of persons, <b class="b2">suffering from cholera</b>, Dsc.4.4, Gal.6.564, Plu.2.831b. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">χολερικῇ ληφθῆναι</b> to be attacked by [[cholera]], <span class="bibl">D.L.6.76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">liable to produce cholera</b>, Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.84</span>.</span>
|Definition=χολερική, χολερικόν,<br><span class="bld">A</span> of or like [[cholera]], ([[πάθεα]]) Hp.''Epid.''7.82, cf. S.E.''P.''1.131.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[suffering from cholera]], Dsc.4.4, Gal.6.564, Plu.2.831b.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">χολερικῇ ληφθῆναι</b> to be attacked by [[cholera]], D.L.6.76.<br><span class="bld">4</span> [[liable to produce cholera]], Xenocr. ap. Orib.2.58.84.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] zur Krankheit [[χολέρα]] gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφθῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] zur Krankheit [[χολέρα]] gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφθῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[malade du choléra]], [[cholérique]].<br />'''Étymologie:''' [[χολέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χολερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[больной холерой]] Plut.<br />холерный или похожий на холеру ([[πάθη]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χολερικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς χολέραν ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, πάθεα Ἱππ. 1230Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 131. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων ἐκ χολέρας, Διοσκ. 4. 4, Πλούτ. 2. 831Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[ἐντεῦθεν]], χ. ληφθῆναι, προσβληθῆναι ὑπὸ χολέρας, Διογ. Λαέρτ. 6. 76.
|lstext='''χολερικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς χολέραν ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, πάθεα Ἱππ. 1230Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 131. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων ἐκ χολέρας, Διοσκ. 4. 4, Πλούτ. 2. 831Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[ἐντεῦθεν]], χ. ληφθῆναι, προσβληθῆναι ὑπὸ χολέρας, Διογ. Λαέρτ. 6. 76.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />malade du choléra, cholérique.<br />'''Étymologie:''' [[χολέρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[χολέρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άτομο]] χολερικής ιδιοσυγκρασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χολερική [[ιδιοσυγκρασία]]» — [[τύπος]] ιδιοσυγκρασίας [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] [[είναι]] ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χολερικῶς</i> Α<br /><b>φρ.</b> «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από [[χολέρα]] (Διογ. Λαέρ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῖν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[χολέρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άτομο]] χολερικής ιδιοσυγκρασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χολερική [[ιδιοσυγκρασία]]» — [[τύπος]] ιδιοσυγκρασίας [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] [[είναι]] ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χολερικῶς</i> Α<br /><b>φρ.</b> «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από [[χολέρα]] (Διογ. Λαέρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χολερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ больной холерой Plut.<br />холерный или похожий на холеру ([[πάθη]] Sext.).
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολερικός Medium diacritics: χολερικός Low diacritics: χολερικός Capitals: ΧΟΛΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: cholerikós Transliteration B: cholerikos Transliteration C: cholerikos Beta Code: xoleriko/s

English (LSJ)

χολερική, χολερικόν,
A of or like cholera, (πάθεα) Hp.Epid.7.82, cf. S.E.P.1.131.
2 of persons, suffering from cholera, Dsc.4.4, Gal.6.564, Plu.2.831b.
3 χολερικῇ ληφθῆναι to be attacked by cholera, D.L.6.76.
4 liable to produce cholera, Xenocr. ap. Orib.2.58.84.

German (Pape)

[Seite 1363] zur Krankheit χολέρα gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφθῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
malade du choléra, cholérique.
Étymologie: χολέρα.

Russian (Dvoretsky)

χολερικός: IIбольной холерой Plut.
холерный или похожий на холеру (πάθη Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

χολερικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς χολέραν ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, πάθεα Ἱππ. 1230Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 131. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων ἐκ χολέρας, Διοσκ. 4. 4, Πλούτ. 2. 831Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐντεῦθεν, χ. ληφθῆναι, προσβληθῆναι ὑπὸ χολέρας, Διογ. Λαέρτ. 6. 76.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χολερικός, -ή, -όν, ΝΑ χολέρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῖν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα
3. ως ουσ. άτομο χολερικής ιδιοσυγκρασίας
νεοελλ.
φρ. «χολερική ιδιοσυγκρασία» — τύπος ιδιοσυγκρασίας κατά την οποία το άτομο είναι ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς.
επίρρ...
χολερικῶς Α
φρ. «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από χολέρα (Διογ. Λαέρ.).