εὐμεταβλησία: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmetavlisia
|Transliteration C=evmetavlisia
|Beta Code=eu)metablhsi/a
|Beta Code=eu)metablhsi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[changeableness]], Sch.<span class="bibl">Th.3.37</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[changeableness]], Sch.Th.3.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμεταβλησία''': ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.
|lstext='''εὐμεταβλησία''': ἡ, [[τὸ εὐμετάβολον]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐμεταβλησία]]) [[εὐμετάβλητος]]<br />η εύκολη [[μεταβολή]], η [[αστάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικροβ.)</b> η [[προσαρμογή]] τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με [[μεταβολή]] τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.
|mltxt=η (Α [[εὐμεταβλησία]]) [[εὐμετάβλητος]]<br />η εύκολη [[μεταβολή]], η [[αστάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικροβ.)</b> η [[προσαρμογή]] τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με [[μεταβολή]] τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.
}}
}}

Latest revision as of 21:40, 24 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμεταβλησία Medium diacritics: εὐμεταβλησία Low diacritics: ευμεταβλησία Capitals: ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΣΙΑ
Transliteration A: eumetablēsía Transliteration B: eumetablēsia Transliteration C: evmetavlisia Beta Code: eu)metablhsi/a

English (LSJ)

ἡ, changeableness, Sch.Th.3.37.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, Leichtveränderlichkeit, Schol. Thuc. 3, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμεταβλησία: ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.

Greek Monolingual

η (Α εὐμεταβλησία) εὐμετάβλητος
η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια
νεοελλ.
(μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.