ῥακτός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raktos | |Transliteration C=raktos | ||
|Beta Code=r(akto/s | |Beta Code=r(akto/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥακτή, ῥακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[broken]], [[rugged]], βούσταθμα Lyc. 92.<br><span class="bld">II</span> Subst. ῥακτός, ὁ, [[ravine]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥακτή, ῥακτόν,
A broken, rugged, βούσταθμα Lyc. 92.
II Subst. ῥακτός, ὁ, ravine, Hsch.
German (Pape)
[Seite 833] abgerissen, abschüssig, jäh, schroff, ῥακτῶν βουστάθμων, Lycophr. 92, erkl. der Schol. τραχέων.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακτός: -ή, -όν, (ῥάσσω) τραχύς, ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ..
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί
(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. αορ. ἐ-ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].
Frisk Etymological English
See also: s. ῥήγνυμι.
Frisk Etymology German
ῥακτός: {rhaktós}
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,641