δασυντής: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dasyntis
|Transliteration C=dasyntis
|Beta Code=dasunth/s
|Beta Code=dasunth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fond of the aspirate]], Ἀττικοί <span class="bibl">Moer.179</span>,<span class="bibl">245</span>.</span>
|Definition=δασυντοῦ, ὁ, [[fond of the aspirate]], Ἀττικοί Moer.179,245.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσυντής''': -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ [[δασύνω]] ΙΙΙ.)
|lstext='''δᾰσυντής''': -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ [[δασύνω]] ΙΙΙ.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασυντής]], ο (AM) [[δασύνω]]<br />αυτός που δασύνει [[συχνά]] τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί [[δασέα]] σύμφωνα [[αντί]] για [[ψιλά]] («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).
|mltxt=[[δασυντής]], ο (AM) [[δασύνω]]<br />αυτός που δασύνει [[συχνά]] τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί [[δασέα]] σύμφωνα [[αντί]] για [[ψιλά]] («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσυντής Medium diacritics: δασυντής Low diacritics: δασυντής Capitals: ΔΑΣΥΝΤΗΣ
Transliteration A: dasyntḗs Transliteration B: dasyntēs Transliteration C: dasyntis Beta Code: dasunth/s

English (LSJ)

δασυντοῦ, ὁ, fond of the aspirate, Ἀττικοί Moer.179,245.

Spanish (DGE)

-οῦ
gram. que pronuncia con aspiración οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.ad Hes.Op.156, cf. 450, Tz.Comm.Ar.2.376.9.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, der gern den Spiritus asper braucht, wie die Attiker, Tzetz. zu Hes. O. 153, wer λίσφος statt λίσπος sagt.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυντής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ δασύνω ΙΙΙ.)

Greek Monolingual

δασυντής, ο (AM) δασύνω
αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).