καλλιάζω: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalliazo | |Transliteration C=kalliazo | ||
|Beta Code=kallia/zw | |Beta Code=kallia/zw | ||
|Definition= | |Definition=to [[be a member of the board of magistrates]] ([[κάλλιον]]) ([[quod vide|q.v.]]) at [[Cyzicus]], ''IGRom.''4.153,157:—also [[καλλιαρχέω]], [[be president of the board of magistrates]] at Cyzicus, ''CIG''3661. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν | |lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ [[κάλλιον]], τό, [[ὄνομα]] δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ [[ὡσαύτως]] = [[τέμενος]], Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλλιάζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] [[ανώτερος]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[υπεροχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]], συγκρ. [[βαθμός]] του επίρρ. [[καλῶς]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλλιάζω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλλιάζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] [[ανώτερος]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[υπεροχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]], συγκρ. [[βαθμός]] του επίρρ. [[καλῶς]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλλιάζω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
to be a member of the board of magistrates (κάλλιον) (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also καλλιαρχέω, be president of the board of magistrates at Cyzicus, CIG3661.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιάζω: ῥῆμα ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, αὐτόθι 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ κάλλιον, τό, ὄνομα δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ ὡσαύτως = τέμενος, Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
καλλιάζω (Μ)
1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον
2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλῶς.
(II)
καλλιάζω (Α)
είμαι μέλος του δικαστηρίου κάλλιον (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) + κατάλ. -άζω].