μυωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myotos
|Transliteration C=myotos
|Beta Code=muwto/s
|Beta Code=muwto/s
|Definition=(B), ή, όν, (<b class="b3">μῦς</b> IV) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished with muscles</b>, σάρκες <span class="bibl">Clearch. 72</span>.</span><br /><span class="bld">μυωτός</span> (A), ή, όν, either <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of mouse-skin</b>, or [[embroidered with figures of mice]], <b class="b3">χιτών</b> (among the Armenians) <span class="bibl">Poll.7.60</span>.</span>
|Definition=(A), ή, όν, either [[made of mouse-skin]], or [[embroidered with figures of mice]], [[χιτών]] (among the Armenians) Poll.7.60.<br /><br />(B), ή, όν, ([[μῦς]] IV)<br><span class="bld">A</span> [[furnished with muscles]], σάρκες Clearch. 72.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυωτός''': [[χιτών]] τις παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις, «Ἀρμενίων δὲ ὁ [[μυωτός]], ἢ ἐκ μυῶν τῶν παρ’ αὐτοῖς συνυφασμένος, ἢ μυίας ἔχων ἐμπεποικιλμένας» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60.
|lstext='''μυωτός''': [[χιτών]] τις παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις, «Ἀρμενίων δὲ ὁ [[μυωτός]], ἢ ἐκ μυῶν τῶν παρ’ αὐτοῖς συνυφασμένος, ἢ μυίας ἔχων ἐμπεποικιλμένας» Πολυδ. Ζ΄, 60.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυωτός]], -ή, -όν (Α) [[μυς]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συρραφεί από [[δέρμα]] ποντικών ή που [[είναι]] κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς [[χιτών]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο [[μυώδης]] («σάρκες μυωταὶ καθ' ἑκάτερον [[μέρος]]», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=[[μυωτός]], -ή, -όν (Α) [[μυς]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συρραφεί από [[δέρμα]] ποντικών ή που [[είναι]] κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς [[χιτών]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο [[μυώδης]] («σάρκες μυωταὶ καθ' ἑκάτερον [[μέρος]]», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυωτός Medium diacritics: μυωτός Low diacritics: μυωτός Capitals: ΜΥΩΤΟΣ
Transliteration A: myōtós Transliteration B: myōtos Transliteration C: myotos Beta Code: muwto/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, either made of mouse-skin, or embroidered with figures of mice, χιτών (among the Armenians) Poll.7.60.

(B), ή, όν, (μῦς IV)
A furnished with muscles, σάρκες Clearch. 72.

German (Pape)

[Seite 225] mit Muskeln versehen, σάρκες, Ath. IX, 899 b. – Aber anders χιτών, s. Poll. 7, 60.

Greek (Liddell-Scott)

μυωτός: χιτών τις παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις, «Ἀρμενίων δὲ ὁ μυωτός, ἢ ἐκ μυῶν τῶν παρ’ αὐτοῖς συνυφασμένος, ἢ μυίας ἔχων ἐμπεποικιλμένας» Πολυδ. Ζ΄, 60.

Greek Monolingual

μυωτός, -ή, -όν (Α) μυς
1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.)
2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ' ἑκάτερον μέρος», Αθήν.).