ἀποστολεύς: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostoleys | |Transliteration C=apostoleys | ||
|Beta Code=a)postoleu/s | |Beta Code=a)postoleu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who dispatches]], ἀ. τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Herm. ap. Stob.1.49.69: but mostly,<br><span class="bld">2</span> at Athens, [[magistrate who had to fit out]] a squadron for service, D.18.107, 47.26, Aeschin.2.177, Philoch.142, ''IG''2.809b20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[guía]], [[acompañante]] ὁ δὲ ψυχοπομπὸς ἀ. ... τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.3.<br /><b class="num">2</b> en Atenas [[interventor]], [[intendente de la marina]] Aen.Tact.29.12, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1629.252 (IV a.C.), D.18.107, 33.37, Aeschin.2.177, Philoch.63. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0327.png Seite 327]] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0327.png Seite 327]] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=έως (ὁ) :<br />[[intendant maritime]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποστέλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀποστολεύς:''' έως ὁ [[апостолей]] (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀποστολεύς''': έως, ὁ, ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο ὁ ἄρχων τοῦ ὁποίου τὸ [[ἔργον]] ἦτο νὰ παρασκευάζῃ μοῖραν στόλου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, Δημ. 262.18.,1146 ἐν τέλ., Αἰσχίν. 52. 2, φιλόχ. 142, πρβλ. Ἑρμ. Πολ. Ἀρχ. § 161. 20. Πρβλ. [[ἀπόστολος]]. [[Κατὰ]] Πολυδ. (Η΄ 99), «ἀποστολεῖς οἱ προνοούμενοι τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ ἔκπλου τῶν τριήρων». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποστολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀποστέλλω]]), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την [[παρασκευή]] ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν. | |lsmtext='''ἀποστολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀποστέλλω]]), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την [[παρασκευή]] ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀποστέλλω]]<br />at [[Athens]], a [[magistrate]] who had to fit out a [[squadron]] for [[service]], Dem., Aeschin. | |mdlsjtxt=[[ἀποστέλλω]]<br />at [[Athens]], a [[magistrate]] who had to fit out a [[squadron]] for [[service]], Dem., Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A one who dispatches, ἀ. τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Herm. ap. Stob.1.49.69: but mostly,
2 at Athens, magistrate who had to fit out a squadron for service, D.18.107, 47.26, Aeschin.2.177, Philoch.142, IG2.809b20.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 guía, acompañante ὁ δὲ ψυχοπομπὸς ἀ. ... τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Corp.Herm.Fr.26.3.
2 en Atenas interventor, intendente de la marina Aen.Tact.29.12, cf. IG 22.1629.252 (IV a.C.), D.18.107, 33.37, Aeschin.2.177, Philoch.63.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
intendant maritime.
Étymologie: ἀποστέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστολεύς: έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστολεύς: έως, ὁ, ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο ὁ ἄρχων τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον ἦτο νὰ παρασκευάζῃ μοῖραν στόλου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, Δημ. 262.18.,1146 ἐν τέλ., Αἰσχίν. 52. 2, φιλόχ. 142, πρβλ. Ἑρμ. Πολ. Ἀρχ. § 161. 20. Πρβλ. ἀπόστολος. Κατὰ Πολυδ. (Η΄ 99), «ἀποστολεῖς οἱ προνοούμενοι τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ ἔκπλου τῶν τριήρων».
Greek Monotonic
ἀποστολεύς: -έως, ὁ (ἀποστέλλω), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
ἀποστέλλω
at Athens, a magistrate who had to fit out a squadron for service, Dem., Aeschin.