μεσαύχην: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesaychin
|Transliteration C=mesaychin
|Beta Code=mesau/xhn
|Beta Code=mesau/xhn
|Definition=ενος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bound in the middle of the neck]], <b class="b3">μεσαύχενας νέκυας</b>, comically for wineskins (ἀσκοί), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>725</span> (v.l. [[δεσαύχενας]] Hsch., Phot., βυσαύχενας <span class="bibl">Poll.2.135</span> cod. A).</span>
|Definition=ενος, ὁ, [[bound in the middle of the neck]], <b class="b3">μεσαύχενας νέκυας</b>, comically for wineskins ([[ἀσκοί]]), Ar.''Fr.''725 ([[varia lectio|v.l.]] [[δεσαύχενας]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v. l. ist δεσαύχην, conj. [[βυσαύχην]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, [[varia lectio|v.l.]] ist δεσαύχην, conj. [[βυσαύχην]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (''[[sc.]]'' ἀσκοί Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσαύχην''': -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ [[Πολυδ]]. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
|lstext='''μεσαύχην''': -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>, <i>σκληρ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. [[κρατεραύχην]], [[σκληραύχην]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαύχην Medium diacritics: μεσαύχην Low diacritics: μεσαύχην Capitals: ΜΕΣΑΥΧΗΝ
Transliteration A: mesaúchēn Transliteration B: mesauchēn Transliteration C: mesaychin Beta Code: mesau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, bound in the middle of the neck, μεσαύχενας νέκυας, comically for wineskins (ἀσκοί), Ar.Fr.725 (v.l. δεσαύχενας Hsch., Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).

German (Pape)

[Seite 137] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v.l. ist δεσαύχην, conj. βυσαύχην.

Russian (Dvoretsky)

μεσαύχην: ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύχην: -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ μέσον τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεσαύχην, -ενος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος στο μέσο του αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. κρατεραύχην, σκληραύχην)].