παλίμφημος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palimfimos
|Transliteration C=palimfimos
|Beta Code=pali/mfhmos
|Beta Code=pali/mfhmos
|Definition=Dor. πᾰλίμ-φᾱμος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">back-speaking, recanting</b>, <b class="b3">π. ἀοιδά</b>, = [[παλινῳδία]], a song [[of recantation]], reproaching the male sex instead of the female, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span> 1096</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Med.</span>415</span> sq. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[κακόφημος, δύσφημος, λαβροσύναι]] <span class="bibl">Tryph.423</span>, cf. Hsch.; π. εὐχαί <span class="bibl">Ph.2.301</span>; <b class="b3">ὄναρ</b> ib.<span class="bibl">55</span>.</span>
|Definition=Dor. [[παλίμφαμος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[back-speaking]], [[recanting]], <b class="b3">π. ἀοιδά</b>, = [[παλινῳδία]], a song [[of recantation]], reproaching the male sex instead of the female, [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1096 (lyr.), cf. ''Med.''415 sq.<br><span class="bld">II</span> = [[κακόφημος]], [[δύσφημος]], [[λαβροσύνη|λαβροσύναι]] Tryph.423, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; π. εὐχαί Ph.2.301; [[ὄναρ]] ib.55.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie [[δύσφημος]], [[βλάσφημος]], VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω [[δυσκέλαδος]], Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie [[δύσφημος]], [[βλάσφημος]], VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω [[δυσκέλαδος]], Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίμφημος''': Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, [[ἔξαρνος]] τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = [[παλινῳδία]], Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = [[κακόφημος]], [[δύσφημος]], Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
|elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος &#91;[[πάλιν]], [[φήμη]]] [[herroepend]]:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία) palinodie Eur. Ion 1096.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίμφημος]], -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αναιρεί τα [[λόγια]] του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η [[παλινωδία]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακόφημος]], [[δύσφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>φημος</i>].
|mltxt=[[παλίμφημος]], -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αναιρεί τα [[λόγια]] του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η [[παλινωδία]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακόφημος]], [[δύσφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), [[πρβλ]]. [[πολύφημος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίμφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανακαλεί τα [[λόγια]] του, που αναιρεί, [[παλίμφημος]] ἀοιδά= [[παλινῳδία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίμφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανακαλεί τα [[λόγια]] του, που αναιρεί, [[παλίμφημος]] ἀοιδά= [[παλινῳδία]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία ) palinodie Eur. Ion 1096.
|lstext='''πᾰλίμφημος''': Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, [[ἔξαρνος]] τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = [[παλινῳδία]], Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = [[κακόφημος]], [[δύσφημος]], Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, [[φήμη]]<br />[[back]]-[[speaking]], recanting, π. ἀοιδά = [[παλινῳδία]], Eur.
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, [[φήμη]]<br />[[back]]-[[speaking]], recanting, π. ἀοιδά = [[παλινῳδία]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμφημος Medium diacritics: παλίμφημος Low diacritics: παλίμφημος Capitals: ΠΑΛΙΜΦΗΜΟΣ
Transliteration A: palímphēmos Transliteration B: palimphēmos Transliteration C: palimfimos Beta Code: pali/mfhmos

English (LSJ)

Dor. παλίμφαμος, ον,
A back-speaking, recanting, π. ἀοιδά, = παλινῳδία, a song of recantation, reproaching the male sex instead of the female, E.Ion1096 (lyr.), cf. Med.415 sq.
II = κακόφημος, δύσφημος, λαβροσύναι Tryph.423, cf. Hsch.; π. εὐχαί Ph.2.301; ὄναρ ib.55.

German (Pape)

[Seite 449] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie δύσφημος, βλάσφημος, VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω δυσκέλαδος, Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία) palinodie Eur. Ion 1096.

Greek Monolingual

παλίμφημος, -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)
1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η παλινωδία, Ευρ.)
2. κακόφημος, δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύφημος].

Greek Monotonic

πᾰλίμφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη), αυτός που ανακαλεί τα λόγια του, που αναιρεί, παλίμφημος ἀοιδά= παλινῳδία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμφημος: Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, ἔξαρνος τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = παλινῳδία, Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = κακόφημος, δύσφημος, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.

Middle Liddell

πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, φήμη
back-speaking, recanting, π. ἀοιδά = παλινῳδία, Eur.