πλατειασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plateiasmos | |Transliteration C=plateiasmos | ||
|Beta Code=plateiasmo/s | |Beta Code=plateiasmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[broad Doric accent]], pl. in form [[πλατεασμοί]], Quint.''Inst.''1.5.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, broad Doric accent, pl. in form πλατεασμοί, Quint.Inst.1.5.32.
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
Greek Monolingual
και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ πλατειάζω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η επέκταση του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία
αρχ.
η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων.