ἀντιληπτέον: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antilipteon
|Transliteration C=antilipteon
|Beta Code=a)ntilhpte/on
|Beta Code=a)ntilhpte/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one must take part in]] a matter: abs., Ar <span class="title">Pax</span>485; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀ. <span class="bibl">D.1.2</span>, cf. 14. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[one must hold back]], ἀ. τοῦ ἵππου τῷ χαλινῷ <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>8.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Adj. ἀντι-ληπτέος, α, ον, ὁ λόγος Plu.<span class="title">Nob.</span>3.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[one must take part in]] a matter: abs., Ar ''Pax''485; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14.<br><span class="bld">II</span> [[one must hold back]], ἀ. τοῦ ἵππου τῷ χαλινῷ X.''Eq.''8.8.<br><span class="bld">III</span> Adj. [[ἀντιληπτέος]], α, ον, ὁ λόγος Plu.''Nob.''3.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[hay que ponerse a la obra, esforzarse]] Ar.<i>Pax</i> 485.<br /><b class="num">2</b> [[hay que hacerse cargo, tomar sobre sí]] τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.<br /><b class="num">3</b> [[hay que sujetar]] τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.<i>Eq</i>.8.8.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιληπτέον:''' adj. verb. к [[ἀντιλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λάβῃ [[μέρος]] ἔν τινι ὑποθέσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 485· τῶν πραγμάτων αὑτοῖς ἀντ. Δημ. 9. 13, πρβλ. 13.15. ΙΙ. ἴδε [[ἀντιλαμβάνω]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἀντιληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λάβῃ [[μέρος]] ἔν τινι ὑποθέσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 485· τῶν πραγμάτων αὑτοῖς ἀντ. Δημ. 9. 13, πρβλ. 13.15. ΙΙ. ἴδε [[ἀντιλαμβάνω]] ΙΙΙ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[hay que ponerse a la obra, esforzarse]] Ar.<i>Pax</i> 485.<br /><b class="num">2</b> [[hay que hacerse cargo, tomar sobre sí]] τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.<br /><b class="num">3</b> [[hay que sujetar]] τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.<i>Eq</i>.8.8.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀντιλαμβάνω]], αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια [[συζήτηση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ.· [[τῶν]] πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντιληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀντιλαμβάνω]], αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια [[συζήτηση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ.· [[τῶν]] πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιληπτέον:''' adj. verb. к [[ἀντιλαμβάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιληπτέον Medium diacritics: ἀντιληπτέον Low diacritics: αντιληπτέον Capitals: ΑΝΤΙΛΗΠΤΕΟΝ
Transliteration A: antilēptéon Transliteration B: antilēpteon Transliteration C: antilipteon Beta Code: a)ntilhpte/on

English (LSJ)

A one must take part in a matter: abs., Ar Pax485; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14.
II one must hold back, ἀ. τοῦ ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8.
III Adj. ἀντιληπτέος, α, ον, ὁ λόγος Plu.Nob.3.

Spanish (DGE)

1 abs. hay que ponerse a la obra, esforzarse Ar.Pax 485.
2 hay que hacerse cargo, tomar sobre sí τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.
3 hay que sujetar τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιληπτέον: adj. verb. к ἀντιλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λάβῃ μέρος ἔν τινι ὑποθέσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 485· τῶν πραγμάτων αὑτοῖς ἀντ. Δημ. 9. 13, πρβλ. 13.15. ΙΙ. ἴδε ἀντιλαμβάνω ΙΙΙ.

Greek Monotonic

ἀντιληπτέον: ρημ. επίθ. του ἀντιλαμβάνω, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια συζήτηση ή κατάσταση, σε Αριστοφ.· τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.