ἀναθετέον: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anatheteon | |Transliteration C=anatheteon | ||
|Beta Code=a)naqete/on | |Beta Code=a)naqete/on | ||
|Definition=(ἀνατίθημι) < | |Definition=([[ἀνατίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[one must put off]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''935e; ἀ. τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.<br><span class="bld">II</span> [[one must ascribe]], τίτινι Pl.''Mx.''240e. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. ac. y dat.<br /><b class="num">1</b> [[hay que consagrar o dedicar]] τῷ θεῷ τὴν ἰδίαν ἀ. ἰσχύν Cyr.Al.M.72.204A.<br /><b class="num">2</b> [[hay que imputar o atribuir]] τῶν ἐνδείων ἃς ... τοῖς δημιουργοῦσιν ἀ. Hp.<i>de Arte</i> 8, τὰ μὲν οὖν ἀριστεῖα τῷ λόγῳ ἐκεῖνοις ἀ. Pl.<i>Mx</i>.240e, cf. Plot.4.4.31.<br /><b class="num">II</b> sólo c. ac. [[hay que diferir]] τοῦτο μὲν οὖν οὐδαμῶς ἀ. Pl.<i>Lg</i>.935e, ἀ. οὖν τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθετέον:''' Plat., Plut. adj. verb. к [[ἀνατίθημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναθετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνατίθημι]]· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = [[ἀποδοτέον]], πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε. | |lstext='''ἀναθετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνατίθημι]]· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = [[ἀποδοτέον]], πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναθετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνατίθημι]], αυτό που πρέπει να αποδώσει [[κάποιος]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀναθετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνατίθημι]], αυτό που πρέπει να αποδώσει [[κάποιος]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 March 2024
English (LSJ)
(ἀνατίθημι)
A one must put off, Pl.Lg.935e; ἀ. τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.
II one must ascribe, τίτινι Pl.Mx.240e.
Spanish (DGE)
I c. ac. y dat.
1 hay que consagrar o dedicar τῷ θεῷ τὴν ἰδίαν ἀ. ἰσχύν Cyr.Al.M.72.204A.
2 hay que imputar o atribuir τῶν ἐνδείων ἃς ... τοῖς δημιουργοῦσιν ἀ. Hp.de Arte 8, τὰ μὲν οὖν ἀριστεῖα τῷ λόγῳ ἐκεῖνοις ἀ. Pl.Mx.240e, cf. Plot.4.4.31.
II sólo c. ac. hay que diferir τοῦτο μὲν οὖν οὐδαμῶς ἀ. Pl.Lg.935e, ἀ. οὖν τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθετέον: Plat., Plut. adj. verb. к ἀνατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνατίθημι· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = ἀποδοτέον, πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε.
Greek Monotonic
ἀναθετέον: ρημ. επίθ. του ἀνατίθημι, αυτό που πρέπει να αποδώσει κάποιος, τί τινι, σε Πλάτ.