στρατοπεδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratopedeftikos
|Transliteration C=stratopedeftikos
|Beta Code=stratopedeutiko/s
|Beta Code=stratopedeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of an encampment]], σχήματα <span class="bibl">Plb.6.30.3</span>; [[concerning encampments]], βίβλος <span class="bibl">Aen.Tact.21.2</span>.</span>
|Definition=στρατοπεδευτική, στρατοπεδευτικόν, [[of an encampment]], σχήματα Plb.6.30.3; [[concerning encampments]], βίβλος Aen.Tact.21.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' [[лагерный]] (σχήματοι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτοπεδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[στρατόπεδον]], σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
|lstext='''στρᾰτοπεδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[στρατόπεδον]], σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' лагерный (σχήματοι Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb.
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός Medium diacritics: στρατοπεδευτικός Low diacritics: στρατοπεδευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratopedeutikós Transliteration B: stratopedeutikos Transliteration C: stratopedeftikos Beta Code: stratopedeutiko/s

English (LSJ)

στρατοπεδευτική, στρατοπεδευτικόν, of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.

German (Pape)

[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.