ὁμόηχος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoichos | |Transliteration C=omoichos | ||
|Beta Code=o(mo/hxos | |Beta Code=o(mo/hxos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόηχον, [[sounding together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ὁμορροθοῦντες]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόηχος]], -ον)<br />αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦχος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόηχος]], -ον)<br />αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦχος]] ([[πρβλ]]. [[κακόηχος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμόηχον, sounding together, Hsch. s.v. ὁμορροθοῦντες.
German (Pape)
[Seite 334] zusammentönend, Hes. s. v. ὁμοῤῥοθοῦντες.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόηχος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακόηχος)].