ἀσκόπευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askopeftos
|Transliteration C=askopeftos
|Beta Code=a)sko/peutos
|Beta Code=a)sko/peutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[free from intrusions]], πενία ἀ. οὐσία <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>10</span>.</span>
|Definition=ἀσκόπευτον, [[free from intrusions]], πενία ἀ. οὐσία [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκόπευτος''': -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, [[ἀθήρευτος]], τί ἐστι [[πενία]]; ἄφθονον [[πρᾶγμα]], [[ἀσκόπευτος]] [[οὐσία]] Σεκοῦνδος σ. 637.
|lstext='''ἀσκόπευτος''': -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, [[ἀθήρευτος]], τί ἐστι [[πενία]]; ἄφθονον [[πρᾶγμα]], [[ἀσκόπευτος]] [[οὐσία]] Σεκοῦνδος σ. 637.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser evaluado]], [[incalculable]] (πενία) [[ἀσκόπευτος]] οὐσία Secund.<i>Sent</i>.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσκόπευτος]], -ον) [[σκοπεύω]]<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] συγκεκριμένο σκοπό ή [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> ο [[αστόχαστος]], ο [[απερίσκεπτος]]|| <b>αρχ.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιδιώκει [[κανείς]], ο [[ανεπιθύμητος]]. II. <b>επίρρ.</b> (μσν.νεοελλ.) <i>ασκόπευτα</i><br />[[χωρίς]] προηγούμενη [[εξέταση]] («[[εκεί]] που πας ασκόπευτα»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσκόπευτος]], -ον) [[σκοπεύω]]<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] συγκεκριμένο σκοπό ή [[πρόθεση]]<br /><b>2.</b> ο [[αστόχαστος]], ο [[απερίσκεπτος]]|| <b>αρχ.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιδιώκει [[κανείς]], ο [[ανεπιθύμητος]]. II. <b>επίρρ.</b> (μσν.νεοελλ.) <i>ασκόπευτα</i><br />[[χωρίς]] προηγούμενη [[εξέταση]] («[[εκεί]] που πας ασκόπευτα»).
}}
}}

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκόπευτος Medium diacritics: ἀσκόπευτος Low diacritics: ασκόπευτος Capitals: ΑΣΚΟΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askópeutos Transliteration B: askopeutos Transliteration C: askopeftos Beta Code: a)sko/peutos

English (LSJ)

ἀσκόπευτον, free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος