ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orestias
|Transliteration C=orestias
|Beta Code=o)restia/s
|Beta Code=o)restia/s
|Definition=άδος, ἡ<b class="b3">, (ὄρος)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of the mountains]], <b class="b3">νύμφαι ὀρεστιάδες</b>, = [[Ὀρειάδες]], <span class="bibl">Il.6.420</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>19.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ὀρεστίας, ου, ὁ,</b> <b class="b2">mountain-wind</b>, Arist. ap. <span class="bibl">Ach.Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span>33</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>39</span>.</span>
|Definition=ὀρεστιάδος, ἡ, ([[ὄρος]])<br><span class="bld">A</span> [[of the mountains]], [[νύμφαι ὀρεστιάδες]], = [[Ὀρειάδες]] ([[Orestiads]], [[Oreads]]), Il.6.420, ''h.Hom.''19.19.<br><span class="bld">II</span> [[ὀρεστίας]], -ου, ὁ,</b> [[mountain-wind]], Arist. ap. Ach.Tat.''Intr.Arat.''33, Call.''Fr.''39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] άδος, ἡ, = [[ὀρειάς]]; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] άδος, ἡ, = [[ὀρειάς]]; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[de montagne]], [[qui habite les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f [[живущая в горах]], [[горная]] (Νύμφαι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.
|lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne, qui habite les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεστιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Ο τ. <i>ὀρεστ</i>-<i>ι</i>-<i>άς</i> για μετρικούς λόγους, [[αντί]] του ανεμενόμενου <i>ὀρεστάς</i>].<br />[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> <i>απαρκτ</i>-<i>ίας</i>, <i>ολυμπ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ὀρεστιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Ο τ. <i>ὀρεστ</i>-<i>ι</i>-<i>άς</i> για μετρικούς λόγους, [[αντί]] του ανεμενόμενου <i>ὀρεστάς</i>].<br />[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> [[απαρκτίας]], [[ολυμπίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρεστιάς]], άδος, [[ὄρος]]<br />of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.
|mdlsjtxt=[[ὀρεστιάς]], άδος, [[ὄρος]]<br />of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεστιάς Medium diacritics: ὀρεστιάς Low diacritics: ορεστιάς Capitals: ΟΡΕΣΤΙΑΣ
Transliteration A: orestiás Transliteration B: orestias Transliteration C: orestias Beta Code: o)restia/s

English (LSJ)

ὀρεστιάδος, ἡ, (ὄρος)
A of the mountains, νύμφαι ὀρεστιάδες, = Ὀρειάδες (Orestiads, Oreads), Il.6.420, h.Hom.19.19.
II ὀρεστίας, -ου, ὁ, mountain-wind, Arist. ap. Ach.Tat.Intr.Arat.33, Call.Fr.39.

German (Pape)

[Seite 373] άδος, ἡ, = ὀρειάς; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne, qui habite les montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεστιάς: άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, ἄνεμος τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf.

English (Autenrieth)

άδος: mountain-nymph, pl., Il. 6.420†.

Greek Monolingual

ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί του ανεμενόμενου ὀρεστάς].
ὀρεστίας, ὁ (Α)
άνεμος που πνέει στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + επίθημα -ίας, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (πρβλ. απαρκτίας, ολυμπίας)].

Greek Monotonic

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ (ὄρος), αυτή που ανήκει στα βουνά, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀρεστιάς, άδος, ὄρος
of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.