ὁμόζηλος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omozilos
|Transliteration C=omozilos
|Beta Code=o(mo/zhlos
|Beta Code=o(mo/zhlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of like zeal]], <span class="bibl">Ph.2.458</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>37.261</span> ; τινι [[with]] one, <span class="bibl">Ph.1.146</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[cultivating the same literary style]], Anach. ap. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.56</span>.</span>
|Definition=ὁμόζηλον,<br><span class="bld">A</span> [[of like zeal]], Ph.2.458, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 37.261; τινι [[with]] one, Ph.1.146.<br><span class="bld">II</span> [[cultivating the same literary style]], Anach. ap. S.E.''M.''7.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, [[μετὰ]] τινος, Φίλων 1. 146.
|lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλόζηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζηλος Medium diacritics: ὁμόζηλος Low diacritics: ομόζηλος Capitals: ΟΜΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: homózēlos Transliteration B: homozēlos Transliteration C: omozilos Beta Code: o(mo/zhlos

English (LSJ)

ὁμόζηλον,
A of like zeal, Ph.2.458, Nonn. D. 37.261; τινι with one, Ph.1.146.
II cultivating the same literary style, Anach. ap. S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 334] von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.

Greek Monolingual

ὁμόζηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο
2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ζῆλος (πρβλ. μεγαλόζηλος)].