νυκτέρευμα: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nykterevma
|Transliteration C=nykterevma
|Beta Code=nukte/reuma
|Beta Code=nukte/reuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[night-quarters]], <span class="bibl">Plb.12.4.9</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[night-quarters]], Plb.12.4.9.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Nachtquartier]], ein Ort, wo das Vieh bei [[Nacht]] bleibt</i>, Pol. 12.4.9.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτέρευμα:''' ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων.
|mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτέρευμα:''' ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέρευμα Medium diacritics: νυκτέρευμα Low diacritics: νυκτέρευμα Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΜΑ
Transliteration A: nyktéreuma Transliteration B: nyktereuma Transliteration C: nykterevma Beta Code: nukte/reuma

English (LSJ)

-ατος, τό, night-quarters, Plb.12.4.9.

German (Pape)

τό, Nachtquartier, ein Ort, wo das Vieh bei Nacht bleibt, Pol. 12.4.9.

Russian (Dvoretsky)

νυκτέρευμα: ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέρευμα: τό, νυκτερινὸν κατάλυμα, Πολύβ. 12. 4, 9.

Greek Monolingual

και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) νυκτερεύω
νεοελλ.-μσν.
αγρυπνία καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση
αρχ.
τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων.