θαλαμεύω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalameyo
|Transliteration C=thalameyo
|Beta Code=qalameu/w
|Beta Code=qalameu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lead into the]] <b class="b3">θάλαμος</b>, i.e. [[take to wife]], <span class="bibl">Hld.4.6</span>:—Pass., of women, <b class="b2">to be shut up, kept at home</b>, <span class="bibl">Aristaenet.2.5</span>; to [[be taken to wife]], <span class="bibl">Ph.1.323</span>.</span>
|Definition=lead into the [[θάλαμος]], i.e. [[take to wife]], Hld.4.6:—Pass., of women, to [[be shut up]], [[kept at home]], Aristaenet.2.5; to [[be taken to wife]], Ph.1.323.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem [[θάλαμος]] sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Thieren, in der Höhle leben, Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem [[θάλαμος]] sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Tieren, in der Höhle leben, Synes.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]],, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]], Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμεύω]] (AM) [[θάλαμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]], [[υιοθετώ]] («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στον νυφικό θάλαμο, [[παίρνω]] ως σύζυγο<br /><b>2.</b> (για ζώο) κρύβομαι στη [[φωλιά]] μου<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για γυναίκες) <i>θαλαμεύομαι</i><br />α) [[μένω]] κλεισμένη σε θάλαμο<br />β) νυμφεύομαι.
|mltxt=[[θαλαμεύω]] (AM) [[θάλαμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]], [[υιοθετώ]] («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στον νυφικό θάλαμο, [[παίρνω]] ως σύζυγο<br /><b>2.</b> (για ζώο) κρύβομαι στη [[φωλιά]] μου<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για γυναίκες) <i>θαλαμεύομαι</i><br />α) [[μένω]] κλεισμένη σε θάλαμο<br />β) νυμφεύομαι.
}}
}}

Latest revision as of 10:07, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμεύω Medium diacritics: θαλαμεύω Low diacritics: θαλαμεύω Capitals: ΘΑΛΑΜΕΥΩ
Transliteration A: thalameúō Transliteration B: thalameuō Transliteration C: thalameyo Beta Code: qalameu/w

English (LSJ)

lead into the θάλαμος, i.e. take to wife, Hld.4.6:—Pass., of women, to be shut up, kept at home, Aristaenet.2.5; to be taken to wife, Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1181] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem θάλαμος sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Tieren, in der Höhle leben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμεύω: ὁδηγῶ εἰς τὸν θάλαμον, δηλ. λαμβάνω ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις ἕτερος θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ οἰκία, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.

Greek Monolingual

θαλαμεύω (AM) θάλαμος
μσν.
ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο
2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου
3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι
α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο
β) νυμφεύομαι.