λάινος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῖ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

λάϊνος, -ΐνη, -ον και λαΐνεος, -έα, -ον (Α) λάας
1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαροπάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῖ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.).

Middle Liddell

λά¯ϊνος, η, ον λᾶας
1. of stone or marble, Hom., etc.; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst put on a coat of stone, i. e. thou hadst been stoned to death, Il.
2. metaph. stony-hearted, Theocr.

English (Woodhouse)

(see also: λάϊνος) made of stone

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)