μέγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(CSV import)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[μέγας]]) [[chief]], [[foremost]], [[important]], [[principal]], [[very great]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μέγιστος]], -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]] ή ο μεγαλύτερος [[ανάμεσα]] σε άλλους («ο [[μέγιστος]] τών στρατηγών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άπειρος]], [[απερίγραπτος]], [[αφάνταστος]], [[καταπληκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μεγίστη]]<br /><b>ναυτ.</b> το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά του μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μέγιστο]](<i>ν</i>)<br /><b>μαθημ.</b> η μεγαλύτερη [[τιμή]] την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) <i>τα μέγιστα</i><br />[[πάρα]] πολύ,<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέγιστο]] βαρομετρικό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[κέντρο]] υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης<br />β) «[[μέγιστος]] [[κοινός]] [[διαιρέτης]]»<br /><b>μαθημ.</b> ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών<br />γ) «[[μέγιστος]] [[κύκλος]] σφαίρας»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[κύκλος]] ο [[οποίος]] σχηματίζεται από την [[τομή]] σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το [[κέντρο]] της σφαίρας αυτής<br />δ) «[[μέγιστο]] ύψος»<br /><b>αστρον.</b> το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα<br />ε) «[[μέγιστος]] [[νομέας]]»<br /><b>ναυτ.</b> ο μεγαλύτερος [[νομέας]] πλοίου, αλλ. [[μάστορης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μέγιστον</i>, <i>μέγιστα</i><br />[[πάρα]] πολύ, σε [[μέγιστο]] βαθμό, υπερβολικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγίστως</i> και <i>μεγιστότατα</i> (Μ)<br />σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -<i>ιστος</i>].
}}
{{StrongGR
|strgr=[[superlative]] of [[μέγας]]; greatest or [[very]] [[great]]: [[exceeding]] [[great]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] superl. zu [[μέγας]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] superl. zu [[μέγας]], w. m. s.
Line 7: Line 16:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[μέγας]].
|auten=see [[μέγας]].
}}
{{StrongGR
|strgr=[[superlative]] of [[μέγας]]; greatest or [[very]] [[great]]: [[exceeding]] [[great]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μέγιστος]], -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]] ή ο μεγαλύτερος [[ανάμεσα]] σε άλλους («ο [[μέγιστος]] τών στρατηγών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άπειρος]], [[απερίγραπτος]], [[αφάνταστος]], [[καταπληκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μεγίστη]]<br /><b>ναυτ.</b> το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά του μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μέγιστο]](<i>ν</i>)<br /><b>μαθημ.</b> η μεγαλύτερη [[τιμή]] την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) <i>τα μέγιστα</i><br />[[πάρα]] πολύ,<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέγιστο]] βαρομετρικό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[κέντρο]] υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης<br />β) «[[μέγιστος]] [[κοινός]] [[διαιρέτης]]»<br /><b>μαθημ.</b> ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών<br />γ) «[[μέγιστος]] [[κύκλος]] σφαίρας»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[κύκλος]] ο [[οποίος]] σχηματίζεται από την [[τομή]] σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το [[κέντρο]] της σφαίρας αυτής<br />δ) «[[μέγιστο]] ύψος»<br /><b>αστρον.</b> το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα<br />ε) «[[μέγιστος]] [[νομέας]]»<br /><b>ναυτ.</b> ο μεγαλύτερος [[νομέας]] πλοίου, αλλ. [[μάστορης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μέγιστον</i>, <i>μέγιστα</i><br />[[πάρα]] πολύ, σε [[μέγιστο]] βαθμό, υπερβολικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγίστως</i> και <i>μεγιστότατα</i> (Μ)<br />σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -<i>ιστος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 19: Line 22:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mšgistoj 姆居士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':(至)大(的)<br />'''字義溯源''':至大的,十分大的,極大的;源自([[μέγας]])*=大)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 極大(1) 彼後1:4
|sngr='''原文音譯''':mšgistoj 姆居士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':(至)大(的)<br />'''字義溯源''':至大的,十分大的,極大的;源自([[μέγας]])*=大)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 極大(1) 彼後1:4
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[μέγας]]) [[chief]], [[foremost]], [[important]], [[principal]], [[of degree]], [[very great]]
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 October 2022

English (Woodhouse)

(see also: μέγας) chief, foremost, important, principal, very great

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μέγιστος, -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)
ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών)
νεοελλ.
1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη
ναυτ. το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά του μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα
3. το ουδ. ως ουσ. το μέγιστο(ν)
μαθημ. η μεγαλύτερη τιμή την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή ποσότητα
4. (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) τα μέγιστα
πάρα πολύ,
5. φρ. α) «μέγιστο βαρομετρικό»
(μετεωρ.) το κέντρο υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης
β) «μέγιστος κοινός διαιρέτης»
μαθημ. ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών
γ) «μέγιστος κύκλος σφαίρας»
μαθημ. ο κύκλος ο οποίος σχηματίζεται από την τομή σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας αυτής
δ) «μέγιστο ύψος»
αστρον. το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα
ε) «μέγιστος νομέας»
ναυτ. ο μεγαλύτερος νομέας πλοίου, αλλ. μάστορης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) μέγιστον, μέγιστα
πάρα πολύ, σε μέγιστο βαθμό, υπερβολικά.
επίρρ...
μεγίστως και μεγιστότατα (Μ)
σε μέγιστο βαθμό, πάρα πολύ, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας + κατάλ. υπερθ. -ιστος].

English (Strong)

superlative of μέγας; greatest or very great: exceeding great.

German (Pape)

[Seite 110] superl. zu μέγας, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μέγιστος: superl. к μέγας. - см. тж. μέγιστα, μέγιστον.

Chinese

原文音譯:mšgistoj 姆居士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(至)大(的)
字義溯源:至大的,十分大的,極大的;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 極大(1) 彼後1:4