συγκλειστός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkleistos
|Transliteration C=sygkleistos
|Beta Code=sugkleisto/s
|Beta Code=sugkleisto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shut up]], ζόφῳ Luc.<span class="title">Trag.</span>64. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[with the power of closing]], ὄστρακα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 528b15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">ἔργον συγκλειστόν</b>,= [[σύγκλεισμα]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>7.28</span>.</span>
|Definition=συγκλειστή, συγκλειστόν,<br><span class="bld">A</span> [[shut up]], ζόφῳ Luc.''Trag.''64.<br><span class="bld">2</span> [[with the power of closing]], ὄστρακα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 528b15.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἔργον συγκλειστόν</b>, = [[σύγκλεισμα]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] verschlossen, verbunden, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] verschlossen, verbunden, LXX.
}}
{{bailly
|btext=ός, ός;<br />[[enfermé]], [[enveloppé]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] [[opgesloten]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλειστός:''' [adj. verb. к [[συγκλείω]]<br /><b class="num">1</b> [[закрытый]], [[окутанный]] (ζόφῳ Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[смыкающийся]], [[запирающийся]] (ὄστρακα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλειστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[κατάκλειστος]], συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου [[δίχα]] Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) [[ἔργον]] συγκλειστὸν = [[σύγκλεισμα]].
|lstext='''συγκλειστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[κατάκλειστος]], συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου [[δίχα]] Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) [[ἔργον]] συγκλειστὸν = [[σύγκλεισμα]].
}}
{{bailly
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλειστός:''' [adj. verb. к [[συγκλείω]]<br /><b class="num">1)</b> закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλειστός Medium diacritics: συγκλειστός Low diacritics: συγκλειστός Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkleistós Transliteration B: synkleistos Transliteration C: sygkleistos Beta Code: sugkleisto/s

English (LSJ)

συγκλειστή, συγκλειστόν,
A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64.
2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15.
3 ἔργον συγκλειστόν, = σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.

German (Pape)

[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.

French (Bailly abrégé)

ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.

Russian (Dvoretsky)

συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1 закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2 смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.