συλέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syleo
|Transliteration C=syleo
|Beta Code=sule/w
|Beta Code=sule/w
|Definition== [[συλάω]], <span class="bibl">Q.S.1.717</span>; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in <span class="bibl">Xanth.1</span>:—Med.</gram></gramGr
|Definition== [[συλάω]], Q.S.1.717; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in Xanth.1:—Med., [[steal]] for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. [[rescue]], συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a [[formula]] in the [[manumission]] of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] = [[συλάω]]; D. Hal. 1, 28; Inscr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] = [[συλάω]]; D. Hal. 1, 28; Inscr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
|btext=[[συλῶ]] :<br /><i>c.</i> [[συλάω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συλάω]].
|elnltext=συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡλέω:''' =[[συλάω]], Μέσ., [[κλέβω]] για λογαριασμό μου, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί <i>-ούμενος</i>), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σῡλέω:''' =[[συλάω]], Μέσ., [[κλέβω]] για λογαριασμό μου, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί <i>-ούμενος</i>), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />sula/w:—Mid. to [[steal]] for [[oneself]], [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.
|mdlsjtxt=sula/w:—Mid. to [[steal]] for [[oneself]], [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλέω Medium diacritics: συλέω Low diacritics: συλέω Capitals: ΣΥΛΕΩ
Transliteration A: syléō Transliteration B: syleō Transliteration C: syleo Beta Code: sule/w

English (LSJ)

= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.

German (Pape)

[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.

French (Bailly abrégé)

συλῶ :
c. συλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.

Greek Monotonic

σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.

Middle Liddell

sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.