τριπλανής: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triplanis
|Transliteration C=triplanis
|Beta Code=triplanh/s
|Beta Code=triplanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wandered through by three]], [[ποδηγία]], of the three Gorgons, Lyc.846.</span>
|Definition=τριπλανές, [[wandered through by three]], [[ποδηγία]], of the three Gorgons, Lyc.846.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[πολυπλάνητος]], αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πλανής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[πολυπλάνητος]], αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῦς ποδηγίας», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[πολυπλανής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[dreifach]], von dreien durchirrt</i>, Lycophr. 846, ὁδηγίαι.
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλᾰνής Medium diacritics: τριπλανής Low diacritics: τριπλανής Capitals: ΤΡΙΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: triplanḗs Transliteration B: triplanēs Transliteration C: triplanis Beta Code: triplanh/s

English (LSJ)

τριπλανές, wandered through by three, ποδηγία, of the three Gorgons, Lyc.846.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλᾰνής: -ές, πολυπλανής, πολυπλάνητος, τριπλανοῦς ποδηγίας Λυκόφρ. 846, ἔνθα ὁ Σχολ. λέγει: «τριπλανοῦς ποδηγίας· πεπλανημέναι γὰρ αἱ τρεῖς (δηλ. Γοργόνες) ἐποδήγουν ἀλλήλας ἐναλλάξ, ἕνα ἔχουσαι ὀφθαλμόν, ἢ ὅτι μία παρ’ ἑτέρας ἐναλλὰξ χρωμένη τῷ ὀφθαλμῷ, κατὰ πλάνην καὶ περιφορὰν τὰς λοιπὰς ὡδήγει» (κατ’ ἄλλην παράδοσιν αἱ τρεῖς Γραῖαι εἶχον τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν καὶ οὐχὶ αἱ Γοργόνες).

Greek Monolingual

-ές, Α
πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῦς ποδηγίας», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυπλανής].

German (Pape)

ές, dreifach, von dreien durchirrt, Lycophr. 846, ὁδηγίαι.