χαμαίπους: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaipous | |Transliteration C=chamaipous | ||
|Beta Code=xamai/pous | |Beta Code=xamai/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ | |Definition=ὁ, ἡ, χαμαίπουν, τό, gen. -ποδος, [[going on foot]], Poll.2.195,3.40. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» | |lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ [[νύμφη]], [[χαμαίπους]] ἐλέγετο» Γ΄, 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, Α<br />(συν. για [[νύφη]]) αυτός που πορεύεται [[πεζός]] («[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), | |mltxt=-ουν, Α<br />(συν. για [[νύφη]]) αυτός που πορεύεται [[πεζός]] («[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[ἀρτίπους]], [[ὑψίπους]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=πουν, gen. ποδος, <i>zu Fuße [[gehend]]</i>, Poll. 2.195. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, χαμαίπουν, τό, gen. -ποδος, going on foot, Poll.2.195,3.40.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.
Greek Monolingual
-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτίπους, ὑψίπους].
German (Pape)
πουν, gen. ποδος, zu Fuße gehend, Poll. 2.195.