μύρκος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrkos | |Transliteration C=myrkos | ||
|Beta Code=mu/rkos | |Beta Code=mu/rkos | ||
|Definition= | |Definition=μύρκον, Syrac. word for [[ἄφωνος]], [[dumb]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also [[μυρικᾶς]], Id. μύρμαξ, v. [[μύρμηξ]]. μυρμέαι· [[νύσσειν]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύρκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Συρακοσίους) «ὁ [[καθόλου]] μὴ δυνάμενος | |mltxt=[[μύρκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Συρακοσίους) «ὁ [[καθόλου]] μὴ δυνάμενος λαλεῖν, [[ἐνεός]], [[ἄφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>murcus</i> «ακρωτηριασμένος, [[χαλαρός]]», από όπου στη [[συνέχεια]] εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «[[άφωνος]], [[βουβός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
μύρκον, Syrac. word for ἄφωνος, dumb, Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. μύρμηξ. μυρμέαι· νύσσειν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μύρκος: -ον, λέξις παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· ὡσαύτως μυρικᾶς, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
μύρκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῖν, ἐνεός, ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «άφωνος, βουβός»].