ψηλαφητός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilafitos
|Transliteration C=psilafitos
|Beta Code=yhlafhto/s
|Beta Code=yhlafhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that can be felt]], [[σκότος]] LXX.<span class="title">Ex.</span>10.21 (so <b class="b3">ψηλαφῆσαι σκότος</b> ib.<span class="title">Jb.</span>12.25).</span>
|Definition=ψηλαφητή, ψηλαφητόν, [[that can be felt]], [[σκότος]] LXX.''Ex.''10.21 (so <b class="b3">ψηλαφῆσαι σκότος</b> ib.''Jb.''12.25).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφητός Medium diacritics: ψηλαφητός Low diacritics: ψηλαφητός Capitals: ΨΗΛΑΦΗΤΟΣ
Transliteration A: psēlaphētós Transliteration B: psēlaphētos Transliteration C: psilafitos Beta Code: yhlafhto/s

English (LSJ)

ψηλαφητή, ψηλαφητόν, that can be felt, σκότος LXX.Ex.10.21 (so ψηλαφῆσαι σκότος ib.Jb.12.25).

German (Pape)

[Seite 1396] adj. verb. von ψηλαφάω, 1) berührt, betastet, betappt. – 2) durch Berühren, Betasten erkannt, erkennbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλᾰφητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν σκότος, ὅταν ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ ὅπως εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν σκότος αὐτόθι (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψηλαφητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψηλαφώ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή απόδειξη»)
αρχ.
φρ. «ψηλαφητὸν σκότος» — σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει παρά μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ).
επίρρ...
ψηλαφητά / ψηλαφητῶς, ΝΜΑ
αγγίζοντας ελαφρά με τα δάχτυλα
νεοελλ.
μτφ. στα τυφλά.