ἀνήλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anileiptos
|Transliteration C=anileiptos
|Beta Code=a)nh/leiptos
|Beta Code=a)nh/leiptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unanointed]], should be read for [[ἀνείληπτος]] in Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.13.19</span>:—also ἀνήλειφος (so codd.) or ἀνήλῐφος, ον, <span class="bibl">D.C.56.30</span>, Philagr. ap. <span class="bibl">Orib.5.19.10</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>.</span>
|Definition=ἀνήλειπτον, [[unanointed]], should be read for [[ἀνείληπτος]] in Antyll. ap. Orib.10.13.19:—also [[ἀνήλειφος]] (so codd.) or [[ἀνήλιφος|ἀνήλῐφος]], ον, D.C.56.30, Philagr. ap. Orib.5.19.10, Hp.''Ep.''17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no untado de aceite]] ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] ungesalbt, ungeschminkt; die VLL. ziehen diese Form der Form [[ἀνάλειπτος]] vor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] [[ungesalbt]], [[ungeschminkt]]; die VLL. ziehen diese Form der Form [[ἀνάλειπτος]] vor.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήλειπτος''': -ον, ([[ἀλείφω]]) ὁ μὴ ἀληλιμμένος, [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Mathaei Med. 301, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀνήλειφος ἢ ἀνήλῐφος, ον, ἐν Δίωνι Κ. 56. 30.
|lstext='''ἀνήλειπτος''': -ον, ([[ἀλείφω]]) ὁ μὴ ἀληλιμμένος, [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Mathaei Med. 301, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀνήλειφος ἢ ἀνήλῐφος, ον, ἐν Δίωνι Κ. 56. 30.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no untado de aceite]] ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνήλειπτος]] και ἀνήλειφος, -ον (Α) [[αλείφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αλείφθηκε με [[μύρο]] [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πλύθηκε, ο [[ακάθαρτος]].
|mltxt=[[ἀνήλειπτος]] και ἀνήλειφος, -ον (Α) [[αλείφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αλείφθηκε με [[μύρο]] [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πλύθηκε, ο [[ακάθαρτος]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 17 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήλειπτος Medium diacritics: ἀνήλειπτος Low diacritics: ανήλειπτος Capitals: ΑΝΗΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anḗleiptos Transliteration B: anēleiptos Transliteration C: anileiptos Beta Code: a)nh/leiptos

English (LSJ)

ἀνήλειπτον, unanointed, should be read for ἀνείληπτος in Antyll. ap. Orib.10.13.19:—also ἀνήλειφος (so codd.) or ἀνήλῐφος, ον, D.C.56.30, Philagr. ap. Orib.5.19.10, Hp.Ep.17.

Spanish (DGE)

-ον
no untado de aceite ἔστω δ' ἀνήλειπτα ταῦτα (τὰ σεσιναπισμένα μέρη) Antyll. en Orib.10.13.19, ἡλίῳ παρέχουσιν ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἀνήλειπτοι Antyll. en Aët.3.9.

German (Pape)

[Seite 229] ungesalbt, ungeschminkt; die VLL. ziehen diese Form der Form ἀνάλειπτος vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλειπτος: -ον, (ἀλείφω) ὁ μὴ ἀληλιμμένος, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Mathaei Med. 301, κτλ.· ὡσαύτως ἀνήλειφος ἢ ἀνήλῐφος, ον, ἐν Δίωνι Κ. 56. 30.

Greek Monolingual

ἀνήλειπτος και ἀνήλειφος, -ον (Α) αλείφω
1. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρο μετά το λουτρό
2. αυτός που δεν πλύθηκε, ο ακάθαρτος.