υπεξαιρώ: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i> | |mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῖς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 28 March 2021
Greek Monolingual
ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ ἐξαιρῶ
(στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῦμαι, -έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ κρυφά («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες», Σοφ.)
2. καταστρέφω κρυφά ή σταδιακά
3. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
4. (ρητ.) πραγματεύομαι κάτι ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο
5. μετριάζω
6. μέσ. α) εξαιρώ, αποκλείω («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», Πλούτ.)
β) διατηρώ, βάζω κατά μέρος, εξασφαλίζω («ὡς ἄρ' ὑμεῖς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», Δημοσθ.)
7. παθ. εξαφανίζομαι
8. φρ. «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — κάνω εξαίρεση (Θεόπομπ.).