Τυρσηνός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Tyrsinos
|Transliteration C=Tyrsinos
|Beta Code=&#42;turshno/s
|Beta Code=&#42;turshno/s
|Definition=ή, όν, Ion. for Att. <b class="b3">Τυρρηνός;</b> Dor. Τυρσᾱνός <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.72</span>, <span class="title">SIG</span>14 (Delph., vi/v B. C.), also Τυρρᾱνός (v. infr.):—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], h.Hom.7.8, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>1016</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1359</span>, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας <span class="title">SIG</span>35 (Olympia, V B.C.), cf. [[Τυρρανοί]] ib. 24 (Delph.):— the people were Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, <span class="bibl">Hdt.1.57</span>, etc.; Τ. Πελασγοί <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>270</span> (anap.):—Adj. Τυρσηνικός, ή, όν<b class="b3">, σάλπιγξ, κώδων</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 567</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>17</span>; cf. κηρός <span class="bibl">1.3</span>: also fem. Τυρσηνίς, ίδος, Σκύλλα <span class="bibl">E. <span class="title">Med.</span>1342</span>.</span>
|Definition=Τυρσηνή, Τυρσηνόν, Ion. for Att. [[Τυρρηνός]]; Dor. [[Τυρσανός]] Pi.''P.''1.72, ''SIG''14 (Delph., vi/v B. C.), also [[Τυρρανός|Τυρρᾱνός]] (v. infr.):—[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], h.Hom.7.8, Hes.''Th.''1016, E.''Med.''1359, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας ''SIG''35 (Olympia, V B.C.), cf. [[Τυρρανοί]] ib. 24 (Delph.):—the people were [[Τυρσηνοί]], [[Τυρρηνοί]], [[Herodotus|Hdt.]]1.57, etc.; Τ. [[Πελασγοί]] [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''270 (anap.):—Adj. [[Τυρσηνικός]], Τυρσηνική, Τυρσηνικόν, [[σάλπιγξ]], [[κώδων]], A.''Eu.'' 567, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''17; cf. [[κηρός]] 1.3: also fem. [[Τυρσηνίς]], Τυρσηνίδος, Σκύλλα E. ''Med.''1342.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Τυρσηνός''': -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ [[Τυρρηνός]], ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― [[ὡσαύτως]], Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. [[σάλπιγξ]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.
|lstext='''Τυρσηνός''': -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ [[Τυρρηνός]], ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― [[ὡσαύτως]], Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. [[σάλπιγξ]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[Τυρρηνός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[Τυρρηνός]].
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και [[Τυρσανός]], -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], Τυρσηνίδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>[[Τύρρα]]</i> / <i>[[Τύρσα]]</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 24: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Τυρσηνός]], ή, όν<br />[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], Hes., Hdt., Trag.:—also, [[Τυρσηνικός]], ή, όν, Aesch.
|mdlsjtxt=[[Τυρσηνός]], ή, όν<br />[[Tyrrhenian]], [[Etruscan]], Hes., Hdt., Trag.:—also, [[Τυρσηνικός]], ή, όν, Aesch.
}}
{{trml
|trtx====[[Etruscan]]===
Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: [[伊特魯里亞的]], [[伊特鲁里亚的]]; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: [[Etruskisch]]; Finnish: etruskilainen, etruski; French: [[étrusque]]; Galician: etrusco; German: [[etruskisch]]; Greek: [[ετρουσκικός]], [[τυρρηνικός]]; Ancient Greek: [[Τυρρηνικός]], [[Τυρρηνός]], [[Τυρσανός]], [[Τυρσηνικός]], [[Τυρσηνός]]; Irish: Éatrúscach; Italian: [[etrusco]]; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: [[etrusco]]; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: [[etrusco]]; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 17 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρσηνός Medium diacritics: Τυρσηνός Low diacritics: Τυρσηνός Capitals: ΤΥΡΣΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrsēnós Transliteration B: Tyrsēnos Transliteration C: Tyrsinos Beta Code: *turshno/s

English (LSJ)

Τυρσηνή, Τυρσηνόν, Ion. for Att. Τυρρηνός; Dor. Τυρσανός Pi.P.1.72, SIG14 (Delph., vi/v B. C.), also Τυρρᾱνός (v. infr.):—Tyrrhenian, Etruscan, h.Hom.7.8, Hes.Th.1016, E.Med.1359, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας SIG35 (Olympia, V B.C.), cf. Τυρρανοί ib. 24 (Delph.):—the people were Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Hdt.1.57, etc.; Τ. Πελασγοί S.Fr.270 (anap.):—Adj. Τυρσηνικός, Τυρσηνική, Τυρσηνικόν, σάλπιγξ, κώδων, A.Eu. 567, S.Aj.17; cf. κηρός 1.3: also fem. Τυρσηνίς, Τυρσηνίδος, Σκύλλα E. Med.1342.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ Τυρρηνός, ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― ὡσαύτως, Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. σάλπιγξ Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, Τυρσηνίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].

Greek Monotonic

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ιων. και αρχ. Αττ. αντί Τυρρηνός, αυτός που κατάγεται από την Τυρρηνία ή Ετρουρία, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ.· επίσης, Τυρσηνικός, , -όν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Τυρσηνός, ή, όν
Tyrrhenian, Etruscan, Hes., Hdt., Trag.:—also, Τυρσηνικός, ή, όν, Aesch.

Translations

Etruscan

Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: 伊特魯里亞的, 伊特鲁里亚的; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: Etruskisch; Finnish: etruskilainen, etruski; French: étrusque; Galician: etrusco; German: etruskisch; Greek: ετρουσκικός, τυρρηνικός; Ancient Greek: Τυρρηνικός, Τυρρηνός, Τυρσανός, Τυρσηνικός, Τυρσηνός; Irish: Éatrúscach; Italian: etrusco; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: etrusco; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: etrusco; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk