δαμασίφως: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=damasifos
|Transliteration C=damasifos
|Beta Code=damasi/fws
|Beta Code=damasi/fws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δαμασίμβροτος]], [[ὕπνος]] <span class="bibl">Simon.232</span>; of Ares, prob. in <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>22</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, = [[δαμασίμβροτος]], [[ὕπνος]] Simon.232; of Ares, prob. in Tim.''Pers.''22.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[que somete]], [[que vence a los hombres]] del sueño, Simon.96.<br /><b class="num">2</b> [[que doblega a los hombres]], [[matador de hombres]] δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰμᾰσίφως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[δαμασίμβροτος]], [[ὕπνος]] Σιμων. 232.
|lstext='''δᾰμᾰσίφως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[δαμασίμβροτος]], [[ὕπνος]] Σιμων. 232.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[que somete]], [[que vence a los hombres]]del sueño, Simon.96.<br /><b class="num">2</b> [[que doblega a los hombres]], [[matador de hombres]] δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμᾰσίφως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = <i>δαμασίβροτος</i>, σε Σίμωνα.
|lsmtext='''δᾰμᾰσίφως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = <i>δαμασίβροτος</i>, σε Σίμωνα.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσίφως Medium diacritics: δαμασίφως Low diacritics: δαμασίφως Capitals: ΔΑΜΑΣΙΦΩΣ
Transliteration A: damasíphōs Transliteration B: damasiphōs Transliteration C: damasifos Beta Code: damasi/fws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que somete, que vence a los hombres del sueño, Simon.96.
2 que doblega a los hombres, matador de hombres δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).

German (Pape)

[Seite 521] ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Σιμων. 232.

Greek Monolingual

δαμασίφως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίβροτος, σε Σίμωνα.