δεξιάζω: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deksiazo | |Transliteration C=deksiazo | ||
|Beta Code=decia/zw | |Beta Code=decia/zw | ||
|Definition=in Pass., < | |Definition=in Pass.,<br><span class="bld">A</span> = [[δεξιόομαι]] [[LXX]] ''2 Ma.''4.34.<br><span class="bld">II</span> Med., [[approve]], γάμον ''PLips.''41.5 (iv A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
in Pass.,
A = δεξιόομαι LXX 2 Ma.4.34.
II Med., approve, γάμον PLips.41.5 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 546] die rechte Hand gebrauchen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιάζω: μεταχειρίζομαι τὴν δεξιὰν χεῖρα, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ιβ΄, 2, διάφ. γραφ.). ΙΙ. Μέσ., δέχομαι, μηδὲ δῶρα δεξιάσθω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 11, (δεξιάομαι).
Greek Monolingual
δεξιάζω (AM)
μέσ. δεξιάζομαι
δέχομαι
αρχ.
χρησιμοποιώ κυρίως το δεξί μου χέρι («δεξιάζοντες καὶ ἀριστερεύοντες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. δεξιά (του επιθ. δεξιός), το οποίο από την εποχή του Ομήρου δηλώνει το δεξί χέρι («δεξιά χείρ»)].