καταριγηλός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katarigilos | |Transliteration C=katarigilos | ||
|Beta Code=katarighlo/s | |Beta Code=katarighlo/s | ||
|Definition= | |Definition=καταριγηλή, καταριγηλόν, [[making]] one [[shudder]], [[horrible]], <b class="b3">λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται</b> [κατᾱρ-] Od.14.226. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] schauderhaft, verhaßt, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] schauderhaft, verhaßt, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[φίλος]], Od. 14, 226. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[effrayant]], [[horrible]], [[odieux]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥιγέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταριγηλός -ή -όν [[[κατά]], [[ῥιγέω]]] [[huiveringwekkend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατᾱρῑγηλός:''' [[приводящий в трепет]], [[страшный]] ([[λυγρά]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρῑγηλός''': -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται [[ῥῖγος]], νὰ «ἀνατριχιάζῃ», [[τρομερός]], [[φρικτός]], λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226· [[ἔνθα]] ἀντιτίθεται τῷ φίλος. | |lstext='''καταρῑγηλός''': -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται [[ῥῖγος]], νὰ «ἀνατριχιάζῃ», [[τρομερός]], [[φρικτός]], λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226· [[ἔνθα]] ἀντιτίθεται τῷ φίλος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κατα-ρῑγηλός, ή, όν<br />[[making]] one [[shudder]], [[horrible]], Od. | |mdlsjtxt=κατα-ρῑγηλός, ή, όν<br />[[making]] one [[shudder]], [[horrible]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
καταριγηλή, καταριγηλόν, making one shudder, horrible, λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται [κατᾱρ-] Od.14.226.
German (Pape)
[Seite 1374] schauderhaft, verhaßt, im Gegensatz von φίλος, Od. 14, 226.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
effrayant, horrible, odieux.
Étymologie: κατά, ῥιγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend.
Russian (Dvoretsky)
κατᾱρῑγηλός: приводящий в трепет, страшный (λυγρά Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
καταρῑγηλός: -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται ῥῖγος, νὰ «ἀνατριχιάζῃ», τρομερός, φρικτός, λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226· ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ φίλος.
Greek Monolingual
καταριγηλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].
Greek Monotonic
καταρῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.