κοινεών: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koineon
|Transliteration C=koineon
|Beta Code=koinew/n
|Beta Code=koinew/n
|Definition=ῶνος, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κοινωνός]], prob. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>149</span>, <span class="bibl">340</span>.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ, = [[κοινωνός]], prob. in E.''HF''149, 340.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>διδυμ</i>-<i>άων</i>, <i>ξυν</i>-<i>άων</i>). Η κατάλ. -<i>εών</i> [[είναι]] η ιωνική-αττική [[μορφή]] της ομηρικής -<i>ᾱων</i>. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη [[μορφή]] -<i>ᾱν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>άν</i>) και στην αττική τη [[μορφή]] -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοινών]])].
|mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, [[πρβλ]]. [[διδυμάων]], [[ξυνάων]]). Η κατάλ. -<i>εών</i> [[είναι]] η ιωνική-αττική [[μορφή]] της ομηρικής -<i>ᾱων</i>. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη [[μορφή]] -<i>ᾱν</i> ([[πρβλ]]. [[κοινάν]]) και στην αττική τη [[μορφή]] -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. [[κοινών]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.
|elnltext=κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινεών Medium diacritics: κοινεών Low diacritics: κοινεών Capitals: ΚΟΙΝΕΩΝ
Transliteration A: koineṓn Transliteration B: koineōn Transliteration C: koineon Beta Code: koinew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, = κοινωνός, prob. in E.HF149, 340.

German (Pape)

[Seite 1467] ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.

Greek Monolingual

κοινεών, ὁ (Α)
ο κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιν-άνων (< κοινός + κατάλ. -ᾱων, πρβλ. διδυμάων, ξυνάων). Η κατάλ. -εών είναι η ιωνική-αττική μορφή της ομηρικής -ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή -ᾱν (πρβλ. κοινάν) και στην αττική τη μορφή -ών (πρβλ. κοινών)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.