μελεταίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meletaino
|Transliteration C=meletaino
|Beta Code=meletai/nw
|Beta Code=meletai/nw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[take thought for]], [[attend to]], c. gen., <span class="title">Mnemos.</span>57.208 (Argos, vi B. C.).</span>
|Definition=[[take thought for]], [[attend to]], c. gen., ''Mnemos.''57.208 (Argos, vi B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελεταίνω]] (Α)<br />[[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], έχω τον νου ή τη [[σκέψη]] μου σε [[κάτι]], [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένη [[μορφή]] του [[μελεδαίνω]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[μελέτη]], <i>μελετῶ</i>].
|mltxt=[[μελεταίνω]] (Α)<br />[[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], έχω τον νου ή τη [[σκέψη]] μου σε [[κάτι]], [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένη [[μορφή]] του [[μελεδαίνω]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[μελέτη]], <i>μελετῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεταίνω Medium diacritics: μελεταίνω Low diacritics: μελεταίνω Capitals: ΜΕΛΕΤΑΙΝΩ
Transliteration A: meletaínō Transliteration B: meletainō Transliteration C: meletaino Beta Code: meletai/nw

English (LSJ)

take thought for, attend to, c. gen., Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.).

Greek Monolingual

μελεταίνω (Α)
δίνω προσοχή σε κάτι, έχω τον νου ή τη σκέψη μου σε κάτι, φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη μορφή του μελεδαίνω, πιθ. κατ' επίδραση τών μελέτη, μελετῶ].