μικρολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrologeomai
|Transliteration C=mikrologeomai
|Beta Code=mikrologe/omai
|Beta Code=mikrologe/omai
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be]] [[μικρολόγος]], esp. [[examine minutely]], <span class="bibl">Cratin.429</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.26</span>; [[split hairs]], οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος <span class="bibl">Lys.33.3</span>: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>79</span>:—later in Act., <span class="bibl">D.H. <span class="title">Dem.</span>21</span>; [[use trivial language]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[deal meanly]] or [[shabbily]], <b class="b3">πρὸς τοὺς θεούς</b> (in sacrifice) <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>28</span>; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>7p.429M.</span></span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be]] [[μικρολόγος]], esp. [[examine minutely]], Cratin.429, X.''HG''3.1.26; [[split hairs]], οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος Lys.33.3: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν App.''Pun.''79:—later in Act., D.H. ''Dem.''21; [[use trivial language]], Demetr.''Eloc.''56.<br><span class="bld">2</span> [[deal meanly]] or [[shabbily]], <b class="b3">πρὸς τοὺς θεούς</b> (in sacrifice) Luc.''Nav.''28; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους Hierocl. ''in CA''7p.429M.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρολογέομαι:''' [[говорить о пустяках]], [[спорить о мелочах]] (ἐγὼ δ᾽ [[ἥκω]] οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρολογέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι [[μικρολόγος]], ἰδίως [[ἐξετάζω]] λεπτομερῶς, [[πραγματεύομαι]] ἢ ἐκτίθημί τι [[μετὰ]] μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· [[περί]] τινος Λυσ. 912. 5· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.
|lstext='''μῑκρολογέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι [[μικρολόγος]], ἰδίως [[ἐξετάζω]] λεπτομερῶς, [[πραγματεύομαι]] ἢ ἐκτίθημί τι μετὰ μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· [[περί]] τινος Λυσ. 912. 5· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], [[πραγματεύομαι]] ή [[μιλώ]] με εξαντλητική [[λεπτομέρεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλαργυρία]], [[φειδώ]] ή [[μικροπρέπεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], [[πραγματεύομαι]] ή [[μιλώ]] με εξαντλητική [[λεπτομέρεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλαργυρία]], [[φειδώ]] ή [[μικροπρέπεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρολογέομαι:''' говорить о пустяках, спорить о мелочах (ἐγὼ δ᾽ [[ἥκω]] οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑκρολογέομαι,<br /><b class="num">1.</b> fut. ήσομαι, Dep. to [[examine]] [[minutely]], [[treat]] or [[tell]] with [[painful]] [[minuteness]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[deal]] [[meanly]] or [[shabbily]], Luc.
|mdlsjtxt=μῑκρολογέομαι,<br /><b class="num">1.</b> fut. ήσομαι, Dep. to [[examine]] [[minutely]], [[treat]] or [[tell]] with [[painful]] [[minuteness]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[deal]] [[meanly]] or [[shabbily]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολογέομαι Medium diacritics: μικρολογέομαι Low diacritics: μικρολογέομαι Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: mikrologéomai Transliteration B: mikrologeomai Transliteration C: mikrologeomai Beta Code: mikrologe/omai

English (LSJ)

A to be μικρολόγος, esp. examine minutely, Cratin.429, X.HG3.1.26; split hairs, οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος Lys.33.3: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν App.Pun.79:—later in Act., D.H. Dem.21; use trivial language, Demetr.Eloc.56.
2 deal meanly or shabbily, πρὸς τοὺς θεούς (in sacrifice) Luc.Nav.28; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους Hierocl. in CA7p.429M.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολογέομαι: говорить о пустяках, спорить о мелочах (ἐγὼ δ᾽ ἥκω οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι μικρολόγος, ἰδίως ἐξετάζω λεπτομερῶς, πραγματεύομαι ἢ ἐκτίθημί τι μετὰ μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· περί τινος Λυσ. 912. 5· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monotonic

μῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., εξετάζω λεπτομερώς, πραγματεύομαι ή μιλώ με εξαντλητική λεπτομέρεια, σε Ξεν.
2. συμπεριφέρομαι με φιλαργυρία, φειδώ ή μικροπρέπεια, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑκρολογέομαι,
1. fut. ήσομαι, Dep. to examine minutely, treat or tell with painful minuteness, Xen.
2. to deal meanly or shabbily, Luc.