σκαριφησμός: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skarifismos | |Transliteration C=skarifismos | ||
|Beta Code=skarifhsmo/s | |Beta Code=skarifhsmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[a scratching up]], <b class="b3">σκαριφησμοὶ λήρων</b> [[petty quibbles]], Ar.''Ra.''1497, ubi v. Sch.(1545), prob. cj. in Numen. ap. Eus.''PE''14.5 (for [[σκαρφηθμοῖς]] codd.); also [[σκαριφήματα]], Sch.Ar.''Nu.''630, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σκαλαθύρματα]]; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[σκαλαθυρμάτια]]; σκᾰρῑφ-ίσματα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σκαλαθυρμάτια]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σκαρῑφησμός -οῦ, ὁ haarkloverij. Aristoph. Ran. 1497. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a scratching up, σκαριφησμοὶ λήρων petty quibbles, Ar.Ra.1497, ubi v. Sch.(1545), prob. cj. in Numen. ap. Eus.PE14.5 (for σκαρφηθμοῖς codd.); also σκαριφήματα, Sch.Ar.Nu.630, Phot. s.v. σκαλαθύρματα; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. s.v. σκαλαθυρμάτια; σκᾰρῑφ-ίσματα, Hsch. s.v. σκαλαθυρμάτια.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α
ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο
νεοελλ.
ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών καθώς και για κοφτές βεντούζες
μσν.-αρχ.
1. ξύσιμο
2. (ρητορ.) επιπόλαιη, ανόητη έκφραση
3. φρ. «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφῶμαι (από το θ. του αορ. σκαριφησ-) + κατάλ. -μός (πρβλ. ναυαγ-ησ-μός: ναυαγῶ, νουθετ-ησ-μός: νουθετῶ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαρῑφησμός -οῦ, ὁ haarkloverij. Aristoph. Ran. 1497.