στακτή: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stakti | |Transliteration C=stakti | ||
|Beta Code=stakth/ | |Beta Code=stakth/ | ||
|Definition=ἡ, (στάζω) | |Definition=ἡ, ([[στάζω]]) [[oil of myrrh]], Antiph.223, [[LXX]] ''Ge.'' 37.25, Plb.13.9.5, Dsc.1.60: metaph., <b class="b3">ἡ τῶν φρενῶν σ.</b> Men.''Per.'' 16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ | |mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στακτός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (στάζω) oil of myrrh, Antiph.223, LXX Ge. 37.25, Plb.13.9.5, Dsc.1.60: metaph., ἡ τῶν φρενῶν σ. Men.Per. 16.
German (Pape)
[Seite 928] ἡ, stacte, das aus frischer Myrrhe u. Zimmet gepreßte u. tropfenweise auslaufende Oel, Myrrhenöl, Zimmetöl, ein künstlich bereiteter Balsam, Theophr.; doch auch von andern künstlich bereiteten Flüssigkeiten, στακτὴ ἅλμη, Salzlake, κονίη, Kalklauge, Geop. S. στακτός.
Greek (Liddell-Scott)
στακτή: ἡ, (στάζω) Λατιν. Stacta τὸ ἔλαιον τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν
αλισίβα, σταχτόνερο
αρχ.
αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή
τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ.
β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στακτός].