στεμφυλίτης: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stemfylitis | |Transliteration C=stemfylitis | ||
|Beta Code=stemfuli/ths | |Beta Code=stemfuli/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[στεμφυλῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[made from grapes already pressed]], <b class="b3">τρύγες στεμφυλίτιδες</b> wine made in this way, Hp.''Vict.''2.52, ''Morb.''3.17: στεμφυλίτης = [[vinacium]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. | |mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:48, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφυλῖτις, ιδος,
A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: στεμφυλίτης = vinacium, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 934] ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.
Greek (Liddell-Scott)
στεμφῠλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος οἶνος, Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάκυρος.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος
αρχ.
1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό
2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί
3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].