ψεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psektikos
|Transliteration C=psektikos
|Beta Code=yektiko/s
|Beta Code=yektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[censorious]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.Al.</span>1421b9</span>, <span class="bibl">Poll.5.117</span>; τὸ-κόν <span class="title">Stoic.</span>2.62. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.5.118</span>.</span>
|Definition=ψεκτική, ψεκτικόν, [[censorious]], Arist.''Rh.Al.''1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν ''Stoic.''2.62. Adv. [[ψεκτικῶς]] Poll.5.118.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεκτικός:''' [[ψέγω]] порицательный, хулительский ([[εἶδος]] λόγων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεκτικός:''' [[ψέγω]] порицательный, хулительский ([[εἶδος]] λόγων Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτικός Medium diacritics: ψεκτικός Low diacritics: ψεκτικός Capitals: ΨΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psektikós Transliteration B: psektikos Transliteration C: psektikos Beta Code: yektiko/s

English (LSJ)

ψεκτική, ψεκτικόν, censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. ψεκτικῶς Poll.5.118.

German (Pape)

[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.