ἀνάπραξις: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapraksis
|Transliteration C=anapraksis
|Beta Code=a)na/pracis
|Beta Code=a)na/pracis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων <span class="bibl">D.H.6.1</span>; τοῦ ἀργυρίου <span class="title">IG</span>9(1).694.10 (Corcyra).</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου ''IG''9(1).694.10 (Corcyra).
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου.
|mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπραξις Medium diacritics: ἀνάπραξις Low diacritics: ανάπραξις Capitals: ΑΝΑΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: anápraxis Transliteration B: anapraxis Transliteration C: anapraksis Beta Code: a)na/pracis

English (LSJ)

-εως, ἡ, exaction of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.10 (Corcyra).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
exacción δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου IG 9(1).694.10 (Corcira), abs. IG 4.558.10 (Argos I a.C.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, Eintreibung einer Schuld, Einforderung, Dion. Hal. 6, 1, öfter; Inscr. 1845.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπραξις: ἡ, ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ ἐκδάνεισις καὶ ἀνάπραξις τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... καθώς κα δοκῇ βουλᾷ καλῶς ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.

Greek Monolingual

ἀνάπραξις (-εως), η (Α) ἀναπράσσω
είσπραξη χρέους ή προστίμου.