ἰσοπερίμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoperimetros
|Transliteration C=isoperimetros
|Beta Code=i)soperi/metros
|Beta Code=i)soperi/metros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of equal perimeter]], <span class="bibl">Damian.<span class="title">Opt.</span>3</span>, Hero <b class="b2">*Deff</b>.82, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>2.71</span> D., al.</span>
|Definition=ἰσοπερίμετρον, [[of equal perimeter]], Damian.''Opt.''3, Hero *Deff.82, Procl.''in Ti.''2.71 D., al.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοπερίμετρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίση [[περίμετρο]] («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την [[ίδια]] [[περίμετρο]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοπερίμετρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίση [[περίμετρο]] («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την [[ίδια]] [[περίμετρο]]).
}}
{{pape
|ptext=<i>von gleichem Umfange</i>, Synes.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπερίμετρος Medium diacritics: ἰσοπερίμετρος Low diacritics: ισοπερίμετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isoperímetros Transliteration B: isoperimetros Transliteration C: isoperimetros Beta Code: i)soperi/metros

English (LSJ)

ἰσοπερίμετρον, of equal perimeter, Damian.Opt.3, Hero *Deff.82, Procl.in Ti.2.71 D., al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπερίμετρος: -ον, ἔχων ἴσην περίμετρον, Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)
αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).

German (Pape)

von gleichem Umfange, Synes.