ταυροκαθάπτης: Difference between revisions
οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrokathaptis | |Transliteration C=tavrokathaptis | ||
|Beta Code=taurokaqa/pths | |Beta Code=taurokaqa/pths | ||
|Definition= | |Definition=ταυροκαθάπτου, ὁ, [[bull-leaper]], ''CIG'' 2759b(add.) (Aphrodisias), ''OGI''533.46 (Ancyra, i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ταυροκαθάπτου, ὁ, bull-leaper, CIG 2759b(add.) (Aphrodisias), OGI533.46 (Ancyra, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1073] ὁ, Stierreizer, der Strohmann, durch den der Stier bei den Stierhetzen gereizt u. wild gemacht wurde.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροκᾰθάπτης: -ου, ὁ, ἀνδρείκελον χρησιμεῦον ὅπως ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, ταυρομαχία ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, αὐτόθι 4157. - Πρβλ. ταυρελάτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια
2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)].