ἀσυμπάθητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asympathitos | |Transliteration C=asympathitos | ||
|Beta Code=a)sumpa/qhtos | |Beta Code=a)sumpa/qhtos | ||
|Definition=[ | |Definition=ἀσυμπάθητον, = [[ἀσυμπαθής]] ([[without fellow-feeling]], [[without sympathy]], [[unaffected]], [[without sympathy with]]) 1, ''An.Ox.'' 2.340. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυμπάθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616. | |lstext='''ἀσυμπάθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ [[ἀσυμπάθητος]], -ον) [[συμπαθώ]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]], ο [[ανελέητος]]<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμπαθιέται, ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν [[είναι]] [[άξιος]] να συγχωρηθεί. | |mltxt=και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ [[ἀσυμπάθητος]], -ον) [[συμπαθώ]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]], ο [[ανελέητος]]<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμπαθιέται, ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν [[είναι]] [[άξιος]] να συγχωρηθεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυμπάθητον, = ἀσυμπαθής (without fellow-feeling, without sympathy, unaffected, without sympathy with) 1, An.Ox. 2.340.
Spanish (DGE)
-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.
Greek Monolingual
και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) συμπαθώ
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1