διμερής: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimeris | |Transliteration C=dimeris | ||
|Beta Code=dimerh/s | |Beta Code=dimerh/s | ||
|Definition= | |Definition=διμερές, [[bipartite]], of the human body, the brain, etc., [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''667b32, al.; δ. ψυχή Ph.1.523; δ. κλισία J.''AJ''12.2.12; φιλοσοφία Jul.''Or.''6.190a. Adv. [[διμερῶς]] = [[in two instalments]], Jahresh.18 ''Beibl.''23 (Seleucia in Cilicia, ii A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[bipartito]], [[compuesto de dos partes]], [[doble]] τὰ σώματα ... τῶν [[ἐναίμων]] καὶ πορευτικῶν Arist.<i>PA</i> 667<sup>b</sup>29, τοῦ ἄρρενος αἰδοῖον Arist.<i>HA</i> 493<sup>a</sup>26, ὁ [[ἐγκέφαλος]] Erasistr.289, σπέρματα ref. a semillas de dos cotiledones, Thphr.<i>HP</i> 8.2.2, τῆς γὰρ ψυχῆς ἡμῶν διμεροῦς ὑπαρχούσης καὶ τὸ μὲν λογικὸν τὸ δὲ ἄλογον ἐχούσης siendo en efecto nuestra alma doble al poseer una parte racional y otra irracional</i> Ph.1.523, cf. <i>Placit</i>.4.4.1, [[δαπάνη]] ref. a una pers. que era politarca en dos [[ciudad]] <i>IMEG</i> 16.8 (imper.), ἡ φιλοσοφία ref. a la división en teórica y práctica, Iul.<i>Or</i>.9.190a, (ποιήματα) Aristid.Quint.52.15<br /><b class="num">•</b>uso predic. [[en dos grupos o partes]] διμερῆ τε ἐποίησε τὰ τῶν κλισιῶν dispuso los lechos en dos grupos</i> Aristeas 183, cf. I.<i>AI</i> 12.96<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[facción]], [[división]] Io.Mal.<i>Chron</i>.N.97.712B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en dos partes]], <i>Jahresh</i>.18.1915 <i>Beibl</i>.23 (Seleucia de Cilicia II d.C.), <i>Gp</i>.10.9.2, <i>Gloss</i>.2.277<br /><b class="num">•</b>[[en dos plazos]], <i>REG</i> 19.1906.246.14 (Afrodisias, imper.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[zweiteilig]], aus zwei [[Teilen]] [[bestehend]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.14 und Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διμερής:''' [[состоящий из двух частей]], [[двудольный]] ([[ἐγκέφαλος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διμερής''': -ές, διαιρούμενος ἢ διῃρημένος εἰς δύο μέρη, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ ἐγκεφάλου, κτλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 5, 5., 3. 7, 2, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γεωπ. 10, 9. | |lstext='''διμερής''': -ές, διαιρούμενος ἢ διῃρημένος εἰς δύο μέρη, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ ἐγκεφάλου, κτλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 5, 5., 3. 7, 2, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γεωπ. 10, 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[διμερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με τη [[συνεργασία]] ή τη [[συμφωνία]] δύο [[μερών]] («[[διμερής]] [[σύσκεψη]]», «[[διμερής]] [[συνθήκη]]»). | |mltxt=-ές (AM [[διμερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με τη [[συνεργασία]] ή τη [[συμφωνία]] δύο [[μερών]] («[[διμερής]] [[σύσκεψη]]», «[[διμερής]] [[συνθήκη]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
διμερές, bipartite, of the human body, the brain, etc., Arist.PA667b32, al.; δ. ψυχή Ph.1.523; δ. κλισία J.AJ12.2.12; φιλοσοφία Jul.Or.6.190a. Adv. διμερῶς = in two instalments, Jahresh.18 Beibl.23 (Seleucia in Cilicia, ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ές
1 bipartito, compuesto de dos partes, doble τὰ σώματα ... τῶν ἐναίμων καὶ πορευτικῶν Arist.PA 667b29, τοῦ ἄρρενος αἰδοῖον Arist.HA 493a26, ὁ ἐγκέφαλος Erasistr.289, σπέρματα ref. a semillas de dos cotiledones, Thphr.HP 8.2.2, τῆς γὰρ ψυχῆς ἡμῶν διμεροῦς ὑπαρχούσης καὶ τὸ μὲν λογικὸν τὸ δὲ ἄλογον ἐχούσης siendo en efecto nuestra alma doble al poseer una parte racional y otra irracional Ph.1.523, cf. Placit.4.4.1, δαπάνη ref. a una pers. que era politarca en dos ciudad IMEG 16.8 (imper.), ἡ φιλοσοφία ref. a la división en teórica y práctica, Iul.Or.9.190a, (ποιήματα) Aristid.Quint.52.15
•uso predic. en dos grupos o partes διμερῆ τε ἐποίησε τὰ τῶν κλισιῶν dispuso los lechos en dos grupos Aristeas 183, cf. I.AI 12.96
•subst. τὸ δ. facción, división Io.Mal.Chron.N.97.712B.
2 adv. -ῶς en dos partes, Jahresh.18.1915 Beibl.23 (Seleucia de Cilicia II d.C.), Gp.10.9.2, Gloss.2.277
•en dos plazos, REG 19.1906.246.14 (Afrodisias, imper.).
German (Pape)
ές, zweiteilig, aus zwei Teilen bestehend, Arist. H.A. 1.14 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διμερής: состоящий из двух частей, двудольный (ἐγκέφαλος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διμερής: -ές, διαιρούμενος ἢ διῃρημένος εἰς δύο μέρη, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ ἐγκεφάλου, κτλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 5, 5., 3. 7, 2, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γεωπ. 10, 9.
Greek Monolingual
-ές (AM διμερής)
1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη
2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη»).