δυσκινησία: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskinisia | |Transliteration C=dyskinisia | ||
|Beta Code=duskinhsi/a | |Beta Code=duskinhsi/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[δυσκινησίη]], ἡ, [[difficulty of moving]], Hp.''Aph.''3.17, Arist. ''GA''780a25, ''PA''685a8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Aph</i>.3.17, <i>Mul</i>.1.29<br /><b class="num">1</b> [[dificultad de movimiento]], [[falta de agilidad]], [[lentitud]] de anim.: de los moluscos, Arist.<i>PA</i> 685<sup>a</sup>8, de los elefantes, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.38, de una persona gruesa, [[Diodorus Siculus|D.S.]]33.27, de los olores por el aire, Arist.<i>Pr</i>.907<sup>a</sup>11, cf. Phld.<i>Sens</i>.1.4, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.<i>in Ti</i>.2.40.10, cf. Arist.<i>GA</i> 780<sup>a</sup>25, Theo Sm.65, Simp.<i>in Cael</i>.670.18<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A<br /><b class="num">•</b>[[inamovible]], [[firme]] δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.<i>AI</i> 18.23 (cód.).<br /><b class="num">2</b> medic. [[dificultad de movimiento]], [[torpor de movimiento]], [[discinesia]] en las embarazadas, Hp.<i>Mul</i>.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.<i>Aph</i>.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ [[βάρος]] ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.<i>Alex</i>.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.<i>SA</i> 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.7.2.1, Gal.6.121, op. [[ἀκινησία]] Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.80, βάρους [[αἴσθησις]] καὶ δ. Alex.Trall.<i>Oc</i>.174, por el frío, Sch.Nic.<i>Th</i>.382a, cf. Cass.<i>Pr</i>.70, Steph.<i>in Hp.Progn</i>.154.35. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />difficulté de se mouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[δυσκίνητος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[difficulté de se mouvoir]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσκίνητος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑν], ἡ, <i>[[Schwerbeweglichkeit]], [[Unbehilflichkeit]]</i>; Arist. <i>gen.anim</i>. 5.1; Plut. und Medic. von Kranken. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''δυσκῑνησία:''' ἡ [[затрудненное движение]], [[малоподвижность]] Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσκῑνησία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι [[δυσκολία]], Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δυσκινησία]] και ιων. δυσκινησίη)<br />[[δυσκολία]] στην [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[δυσχέρεια]] κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή [[παράλυση]]<br />β) [[ανωμαλία]] της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό<br />γ) <b>φρ.</b> «[[δυσκινησία]] χοληφόρων [[οδών]]» — [[διαταραχή]] της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων [[οδών]] του οργανισμού [[χωρίς]] οργανική [[αιτία]]. | |mltxt=η (Α [[δυσκινησία]] και ιων. δυσκινησίη)<br />[[δυσκολία]] στην [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[δυσχέρεια]] κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή [[παράλυση]]<br />β) [[ανωμαλία]] της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό<br />γ) <b>φρ.</b> «[[δυσκινησία]] χοληφόρων [[οδών]]» — [[διαταραχή]] της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων [[οδών]] του οργανισμού [[χωρίς]] οργανική [[αιτία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 27 March 2024
English (LSJ)
Ion. δυσκινησίη, ἡ, difficulty of moving, Hp.Aph.3.17, Arist. GA780a25, PA685a8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.3.17, Mul.1.29
1 dificultad de movimiento, falta de agilidad, lentitud de anim.: de los moluscos, Arist.PA 685a8, de los elefantes, D.S.3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, D.S.31.38, de una persona gruesa, D.S.33.27, de los olores por el aire, Arist.Pr.907a11, cf. Phld.Sens.1.4, Alex.Aphr.Pr.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.in Ti.2.40.10, cf. Arist.GA 780a25, Theo Sm.65, Simp.in Cael.670.18
•fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A
•inamovible, firme δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cód.).
2 medic. dificultad de movimiento, torpor de movimiento, discinesia en las embarazadas, Hp.Mul.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.Aph.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ βάρος ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.Alex.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.SA 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.Acut.Chron.7.2.1, Gal.6.121, op. ἀκινησία Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.Eun.3.2.80, βάρους αἴσθησις καὶ δ. Alex.Trall.Oc.174, por el frío, Sch.Nic.Th.382a, cf. Cass.Pr.70, Steph.in Hp.Progn.154.35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté de se mouvoir.
Étymologie: δυσκίνητος.
German (Pape)
[ῑν], ἡ, Schwerbeweglichkeit, Unbehilflichkeit; Arist. gen.anim. 5.1; Plut. und Medic. von Kranken.
Russian (Dvoretsky)
δυσκῑνησία: ἡ затрудненное движение, малоподвижность Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκῑνησία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι δυσκολία, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8.
Greek Monolingual
η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη)
δυσκολία στην κίνηση
νεοελλ.
1. νωθρότητα, νωχέλεια
2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση
β) ανωμαλία της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό
γ) φρ. «δυσκινησία χοληφόρων οδών» — διαταραχή της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων οδών του οργανισμού χωρίς οργανική αιτία.